Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012




ΑΛ ΤΣΑΚΤΣΙΡΑ ΝΙΟΥΣ

Μου φώναζε ο καθηγητής
τ’ όνομα Κάπα Λάμδα
και τρόμαζε οδηγητής
με κάπα και με λάμπα.

Γιος του Λάμπρου και της Μάχης
Κώστας Βλάχος μαχητής
ως του κάμπου σαν Λαμπράκης
ο φελλάχος μαθητής.
 
Κατάγομαι από χωριό
κοάξ κοάξ βατράχου
πετάγομαι απ’ το νερό
πυξ λαξ σαν βλαξ του βράχου.
  
Σμίξη Αχελώου Ινάχου
Βάλτο και Ξηρόμερο
θα μας πνίξει ιερομονάχου
μ’ ένα σάλτο βρωμερό.

Πιάσε το χέρι μου χορό
με γκάϊντα και τσακτσίρα
κι άσε έρημου να προχωρώ
Αλ Κάιντα κι Αλ Σαζίρα.

Το γεφύρι για τη Γύρα
του Ματάιδα δεν θα βρω
πανηγύρι αναγύρα
με νεράιδα Κένταυρο.

Σαν πότη με χαμόμηλο
και το ξερό χορτάρι
ιππότη κοκορόμυαλο
του μεροκαματιάρη.

Θα καλέσω με κοντάρι
πάλη άι Γιώργη όμιλο
για ν’ αλέσω το σιτάρι
πάλι στο δροσόμυλο.

 ΑΓΡΙΑ ΠΟΥΛΙΑ

Αγρίνιο μ’ Αγρινάκι μ’
λαντ ρόβερ Φαρ Ουέστ
αγρίμι μ’ αγριμάκι μ’
χανκόβερ αλκοτέστ.

Ταραχώδη χώροι
τα κρασοπουλιά
στα βραχώδη όρη
άγρια πουλιά.

Στις τρύπες θηριωδία
των άντρων άχνα μου
και γύπες άγριου Δία
μου τρων τα σπλάχνα μου.

Προμηθέα δεσμώτη
κάρφωσαν ψηλά
θέα συνωμότη
σταύρωσαν ψιλά.

Με διεθνείς συμβάσεις
δρόμου καταπακτές
ημιθανείς διαβάσεις
του τρόμου αφύλακτες.

Με το αετίσιο
βλέμμα που κοιτάς
φαγητό σπιτίσιο
αίμα μου ζητάς.

Δεν πάμε προς Οφρίνιο
ματοτσίνορα
τα σπάμε στο Αγρίνιο
γεμάτο σύνορα.

Δεν μυρίζει κρίνο
το TOYOTA σου
και το ρύζι Agrino
τρώει το γιώτα σου.


    ΣΤΡΑΒΟΞΥΛΟ


Με το φραγγέλιο άνοιξα
τα μάτια στο θρανίο
το ευαγγέλιο άγγιξα
κι ιμάτια διαρρηγνύω.

Είπα για το πρυτανείο
έπαθα ό, τι άξιζα
και με τρύπα στο κρανίο
έμαθα όσο άντεξα.

Πατροκοσμά τον Αιτωλό
που έκτισε σχολεία
κοσμάκη ιεραπόστολο
που απαίτησε βιβλία.
                  
Στις σελίδες Αιτωλία
έγραψε τον Όξυλο
που  Ηρακλείδες στην Ηλεία
πέρασε μονόξυλο.

Στη τάξη μου στραβόξυλο
με κόκκινο μανδύα
θα με πετάξει ένστολο
κοινό με τα μαντεία.

Νεφεληγερέτη Δία
με βροντές για τον λαό
υπηρέτη με παιδεία
γέροντες Αγέλαο.

Πολλές ιμπεριαλιστικές
βαφτίζει τις εκφράσεις
που κεφαλές πυρηνικές
ταυτίζει με συρράξεις.

Δίχως πι αλλάζει φράσεις
και τις κάνει ειρηνικές
και με μι θα πει προτάσεις
μη υπερρεαλιστικές.
 

     ΠΡΑΝΤΙΚΟ


Γεννήθηκα στο Πραντικό
χαμένο απ’ το χάρτη
με το μυαλό μας πρακτικό
και την ψυχή μας σκάρτη.

Εδέησε το φως σκληρό
εδώ να δω της ζήσης
το έδαφος ολισθηρό
μέσα μου καθιζήσεις.

Στα πράγματα σαν πράματα
μας βλέπουν ορισμένοι
με φράγματα κι εμφράγματα
καρδιά πλημμυρισμένη.

Θάλαττα κράζουν θάλαττα
κάθοδος των μυρίων
και μας ξεβράζουν άλατα
με ποταμούς δακρύων.

Τα Σόδομα και Γόμορρα
για τιμωρία κατοίκων
κι εισόδημα τα όμορα
χωρία Μαλατεΐκων.

Έγινα στήλη άλατος
με τα κομμάτια  πίσω
και με μαντήλι ασάλευτος
τα μάτια να σκουπίσω.

Του Κατσαντώνη πήδημα
έκανα του Αχελώου
κι είπα ιδού το οίδημα
κι η Ρόδος μπακαλόου.

Μετά από εμάς κατακλυσμός
και προπαντός πλημμύρα
θα βλαστημάς σαν πληθυσμός
χώρας Πραντός τη μοίρα.

    ΝΑΡΚΑΛΙΕΥΤΗΣ


Με πρόθεση να μη βραχούν
περνούν τον Αχελώο
ξεμένουν στη διέλευση
όμως με τ’ άλογό τους

πολλοί πιο πίσω και κοιτούν
αγώνες ιστιοπλόων
την ακριβή εκτέλεση
των δρομολόγιών τους.

Ή γίνονται σπογγαλιείς
στις σκάλες σφουγγαράδες
με ΙΚΑ νοιώθουν ασφαλείς
μα είναι φουκαράδες.

Πατούν του αποκάτω τους
τα χέρια που τους νεύουν
και γλείφουν του αποπάνω τους
τα πόδια για ν’ ανέβουν.

Κι αποφασίζουν μόνιμα
τα υπόλοιπά τους χρόνια
για πάντα κάτω στο βυθό
να μείνουν του Αχελώου

και να καθίσουν φρόνιμα
με δάνειο απ’ την πρόνοια
σε σπίτια πλημμυροπαθών
μ’ έκρηξη οργής κοχλώου.

Διαβαίνουν καβαλάρηδες
στον πόρο ένα μπόι
και βγαίνουν γελαδάρηδες
στο κάμπο καουμπόη.

Κι ο καβαλάρης ποιητής
τον Πήγασό του αφήνει
να πάρει ναρκαλιευτής
ιπτάμενο δελφίνι.

ΝΕΟ ΜΠΑΜΠΑΛΙΟ


Κατατρεγμό για εγκλήματα
μαγκούφη ιερομονάχου
κατά γκρεμό στα Κλήματα
βακούφι του Ινάχου.

Νέο Μπαμπαλιό Ποντίων
λέω στο παλιό αντίο
καίω φύλλο στο μαντείο
κι αναπνέω είκοσι δύο.

Ανταλλαγή των πληθυσμών
μας έφερε στους όχθους
κι εύφορη γη κατακλυσμών
κατάστρεψε τους μόχθους.

Παραχελωίτις ζώνη
κι ο πολίτης δεν ριζώνει
τη χλωρίδα της μπαζώνει
κι η πατρίδα μαραζώνει.

Ερείπια κι ακατοίκητα
σαν σκελετοί σπαρμένοι
τα σπίτια ατελειοποίητα
με τελετή θαμμένοι.

Πνίγηκε το Μπαμπαλάκι
και του μύλου το αυλάκι
πνίγηκε το Αμπελάκι
και του φίλου το γελάκι.

Σάμπως σκληρή κι αλύπητη
της προσφυγιάς η μοίρα
κάμπος γη ιερή ακατοίκητη
με της βραγιάς πλημμύρα.

Το Κεπέκκλησες στον Πόντο
με υδατοφράκτη φόντο
που κατέκλυσες στο βρόντο
καταρράκτη του Τορόντο.

ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ


Οδηγέ που πας στο Βάλτο
σε χωριά παρόχθια
άβγαλτο κορίτσι βάλτο
στο σκαμνί και όρθια.

Βαλτινέ μου βάλτηνέ μου
δεν θα σου το πω το ναι μου
και απ’ το μυαλό σου βγάλτο
πονηρέ μου απ’ τον Βάλτο.

Οδηγέ που πας στο Βάλτο
δίχως φρένο κι αριθμό
στο κακό τον δρόμο βάλτο
κι ας βρεθούμε στο γκρεμό.

Βαλτινιά μου μες τα έλη
ρίξε του έρωτα τα βέλη
για να φτάσουμε στο τέρμα
και να βγούμε απ’το τέλμα.

Οδηγέ που πας στο Βάλτο
κατευθείαν στα βαθιά
θα βουλιάξουμε στο βάλτο
και μη σταματάς Στα-θά.

Τα βατράχια του Μπιζάκου
που κοάζουν στίχο άκου
και στα βράχια τους με σμάλτο
βγάζουν ήχο τους κοντράλτο.

Οδηγέ που πας στο Βάλτο
με σιγανοπαπαδιά
αχ και να ’ταν μ’ ένα σάλτο
να γινόμασταν παιδιά.

Τα ματάκια σου τι να ’χουν
σαν θολά νερά του Ινάχου
και κοιτάζεις κυρά Όλγα
τους βαρκάρηδες του Βόλγα.

ΕΚΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ


Για θέματά του φλέγοντα
μιλούν του Αχελώου
και ρεύματά του ζέοντα
κατρακυλούν κοχλώου.

Με τροπολογία κερδώου
υπουργού τα δέοντα
κι εκτροπολογία σόου
συνεργού του ρέοντα.

Με στραβισμό λέει δήλωση
και άγνοια οργανώσεις
θα βόλευε από τύφλωση
να πάσχουν δίχως γνώσεις.

Έκκληση να το βουλώσεις
νόμοι παρακάμπτονται
θέληση με διαστρεβλώσεις
γνώμη μας δεν κάμπτεται.

Δεν θα ξεπλύνει τη ντροπή
στο τέρμα του εν Αθήναις
και θα μολύνει εκτροπή
το δέρμα με δοθιήνες.

Απειλούν να γίνουν θίνες
για τους δουλευτές στη γη
και απεμπολούν ευθύνες
βουλευτές και υπουργοί.

Το δικαστήριο απόφαση
με ρίσκο αμφιβάλλω
για τον δραστήριο πρόφαση
βρίσκω και κάτι άλλο.

Άτυχοι στο περιβάλλον
πάσχει από κώφωση
και ηχεί στ’ αυτιά του μάλλον
άσχημα η συμμόρφωση.

ΕΚΤΡΟΠΗ


Στην Αθήνα Λαρισαίος
ταξιτζής για Αγρίνιο
παρά θιν αλός χερσαίος
θα πετάξει αν ζεις Πηνειό.

Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Αχελώο
αν αφήσεις να το κάμει
θα σε κλαίνε με αντλώο.

Κάνω για τη στάση νύξη
το ποτάμι είναι ρηχό
αν τυχόν και δεν με πνίξει
μοναχά που θα βραχώ.

Έπιασε βροχή στο δρόμο
το ποτάμι είναι θολό
κατεβάζει απ’ τον Μόρνο
και τον Εύηνο πηλό.

Ποταμός αργυροδίνης
Θεσσαλλό σου σόφισμα
και για πακτωλό μου δίνεις
κίβδηλό σου νόμισμα.

Κάνετε το μαύρο άσπρο
μ’ εκτροπή να πάτε εκεί
πιάνετε τον Άσπρο μαύρο
με ντροπή για τουμπεκί.

Εξορμάει απ’ τα Τζουμέρκα
την πηγή Μελισσουργών
και βρωμάει από τα έργα
για να βγει πετρέλαιο αργόν.

Κλάδο ελαίας για τη στέρνα
να ποτίζω τα καπνά
κάδο Αχιλλέα απ’ τη φτέρνα
να βαπτίζω Αθηνά.

ΑΧΕΛΩΟΣ


Μπαίνουμε στον Αχελώο
με τα όχθια του άνυδρα
στα λουτρά Μαρδαχολώο
μέσα σε νερό κοχλώο
Νέσσος τη Δηιάνειρα.

Με σήραγγα εκτρέπεται
και γι’ άλλα μέρη παίρνουν
κι εμάς δεν επιτρέπεται
τα χέρια μας να σπέρνουν.

Μπήκαν του πασσά λεφούσια
κι έκαψαν τη Λιβαδειά
και τους είπε νίκη ανούσια
με νερό θα ξανανθούσαν
απ’ τα δέντρα τα κλαδιά.

Πολιορκημένοι τον μικρό
γέροντας θα διατάξει
στους επισκέπτες τους νερό
που είχαν αποστάξει.

Το νερό έχει κιτρινίσει
σαν μια μολυσμένη ουλή
και πια δεν θα μας ξενίσει
Φ.Π.Α στον Κατρουλή.

Κλαίει η βροχή στο μάρμαρο
που καίει σαν βιτριόλι
γιατί δεν πέφτει γάργαρο
νερό στο περιβόλι.

Το νερό του Αχελώου
πίνουμε στην πόλη μας     
καθαρό και λέμε ελόου      
με τον βόρβορο αντλώου  
τι θα γίνουμε όλοι μας.

Λερναία ύδρα δεν μπορώ
να κόψω τα κεφάλια
γενναία Ηρακλή Πουαρό
ας όψονται κανάλια.



ΟΥΖΕΡΙ ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ

Στο ουζερί Γλυκάνισος
θαμώνας με τσιγάρο
πικρή ζωή και άνισος
αγώνας με τον χάρο.

Ο χειμώνας στη Ζαχάρω
με το κρύο φτάνει SOS
και δρυμώνας  θα γιουχάρω
σαν θηρίο Επτάνησος.

Κραιπάλη καπετάνισσα
κι όπλο ληστής θα πάρω
που πάλι τα κοπάνησα
κι εφοπλιστής σαλπάρω.

Πλοίο με σβηστό φουγάρο
και αρόδο διάνυσα
λύω κι αμφισβητώ τον φάρο
Ρόδο Δωδεκάνησα.

Με τα θαλασσοδάνεια
που πήρα θα μπαρκάρω
και υπερωκεάνια
με σπείρα θα τρακάρω.

Κρουαζιέρα θα φουντάρω
στη Μεντιτεράνια
και γκαζιέρα σαν κουρσάρο
με υδροκυάνια.
 
Θα επιπλέει παγόβουνο
καρδιά με αγκαθάκι
που θα το λέει στον εγγονό
γιαγιά παραμυθάκι.

Κι αν γυρίσω στην Ιθάκη
γι’ άνδρα πολυμήχανο
θ’ αντικρύσω απ’ το τζάκι
αναθρώσκοντα καπνό.


ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ


Ροδόδεντρο που άνθισε
στο κάμπο εντελβάις
βρωμόκεντρο κατάντησε
Μοκάμπο της Βομβάης.

Σινεμά το «Εντελβάις»
χάνεσαι κι εσύ κι ο δυόσμος
και σιμά σου με λιβάις
για την «Άνεσή» του ο κόσμος.

Σε κέντρο χιονοδρομικό
πατούν το εντελβάις
δέντρο σε τόπο βρώμικο 
πετούν πριν έρθει ο Μάης.

Από τα Πατήσια ως Βάθης
τρέχει με λατρεία του άης
και στα ίσια μη την πάθεις
έχει τρία «Εντελβάις».

Σαν σύμβολο αγνότητας
στην πόλη εντελβάις
αμφίβολο ποιότητας
με χολιντέι ον άις.

Μπαϊράμ Μπαϊρακτάρη
στο Θησείο το κρεμάει
και στο τραμ σαν το σφαχτάρι
στον πλησίον του ορμάει.

Σουβλάκια μ’ ένα νεύμα του
παίρνει στο «Εντελβάις»
και σουτζουκάκια γεύμα του
φέρνει της Πασιφάης.

Διαφημίζει σπετσοφάι
του πασά στο «Εντελβάις»
και πατσίζει που θα φάει
την πατσά χαραμοφάης.


 ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ


Τον επιτάφιο ο Περικλής
στόλισε με εντελβάις
κι εδάφη ονειροπολείς
για χολιντέι ον άις.

Για τις διακοπές ον λάιν
προσκαλεί στο παραντάις
διάκο πες της φροϋλάιν
στο κελί σου εντελβάις.

Αμάραντο αμαρυλλίς
χορεύτριας της Χαβάης
και άχραντο αμαρτωλής
ιέρειας εντελβάις.

Ρόδα που γυρίζει ο κόσμος
στο Ντουμπάι με λιβάις
ρόδα δεν μυρίζει όμως
όπου πάει απριλομάης.

Εδώ λουλούδι αλπικό
μαραίνουν Πήτερ Βάις
κι αηδό τραγούδι κάλπικο
ραίνουν με τα εντελβάις.

Στης Τεξάκο τα παρτέρια
και τα έλη της Βομβάης
εξακόντισαν στ’ αστέρια
με τα βέλη εντελβάις.
           
Στα λασπονέρια σήμερα
φυτρώνει της Σαγκάης
και σε πανέρια εφήμερα
λυτρώνει της Δανάης.

Άλλαξε μετά το χρώμα
από άσπρο Ουρουγουάης
και μετάλλαξε σε χώμα
μαύρο της Παραγουάης.

  ΔΡΑΠΕΤΗΣ


Περίπατο μοναχικό
στην ερημιά του κόσμου
σε δίπατο εξοχικό
με μυρωδιά του δυόσμου.

Τη τζαμόπορτά σου κλείνεις
κι η καρδιά σπάει σαν γυαλί
την πληγή πως ν’ απαλύνεις
στόχος για σκοποβολή.

Το νου σου μαύρες κι άραχνες
σου βασανίζουν σκέψεις
που σαν τις σαύρες  με συχνές
φοβίζουν επισκέψεις.

Σαν του ρολογιού τον τοίχο
η καρδιά χτυπάει τικ τακ
απ’ του πιστολιού τον ήχο
τη βραδιά που πάει με τρακ.

Με το μικρό θαμπόγυαλο
για τα υπόγεια τρέχεις
και με πικρό χαμόγελο
τα λόγια σου προσέχεις.

Στα δωμάτια τους που πέφτει
το σκοτάδι θα χαθούν
και τα μάτια στο καθρέφτη
βράδυ δεν κοιτούν να δουν.

Ξυπνάς που το τσιγάρο σου
δεν άναψες ακόμα
και ξαγρυπνάς το χάρο σου
που έβαλες στο στόμα.

Λείπει ο περιβολάρης
που άφησες δραπέτης του
και με λύπη καβαλάρης
φεύγεις επισκέπτης του.

ΤΣΑΜΙΚΟΣ ΤΑΜΠΑΚΟΣ


Μου έγινες στενός κορσές
και τσάμικος ταμπάκος
που έδινες και βερεσές
το κάπνιζα αραπάκος.
 
Για το χρέος μαύρης  τρύπας
δεν ξαναπερνάω από εκεί
και μοιραίος παρλαπίπας
το ξεχνάω με τουμπεκί.

Αγριεύεις με το μέλι αψύ
φρυκτούς σου λουκουμάδες
και μας χορεύεις στο ταψί
συρτούς καρσιλαμάδες.

Ξέρω τι καπνό φουμάρεις
σ’ έμαθα περίπτερο
υποφέρω που σουμάρεις
κι έπαθα τον ίκτερο.

Με άρωμα το Μάλμπορο
ας όψεται φουγάρο
με αποκάρωμα μπορώ
να κόψω το τσιγάρο.

Απ’ τη διαρκή συγνώμη
να με τρώει σαβανιστής
μου αρκεί να είμαι ακόμη
ένας πρώην καπνιστής.

Τινάζοντας τη στάχτη μου
την έριχνα στα μάτια 
και βγάζοντας το άχτι μου
το έκανα κομμάτια.

Για να μην αφήσω πίσω
ανοιχτό λογαριασμό
και την πόρτα θα χτυπήσω
με φριχτό απολογισμό.


     ΚΑΠΝΟΣ


Αρμάθιαζα καπνό χωρίς
να ξέρω το τσιγάρο
θα κάπνιζα σαν μπουχαρής
εξαίρετο φουγάρο.

Τα τσιγαρόχαρτα μικρός
πετούσα του πατέρα
και σαν τριανταφυλλάκια ροζ
σκορπούσα στον αέρα.

Χαϊβάνι τότε θα μου πει
χαρμάνι να φορμάρω
για το χαβάνι να κοπεί
ντουμάνι να φουμάρω.

Απ’ το ταβάνι κρέμονταν
βαντάκια στα δωμάτια
και στο ντιβάνι έπεφταν
ματσάκια του στα μάτια.

Με το βαρύ του άρωμα
πλημμύριζε τσεμπέλι
και σε βαθύ αποκάρωμα
με βύθιζε τεμπέλη.

Σε δάκρυα αναλύθηκα
σαν να ’ταν καπνογόνα
και αυτοπυρπολήθηκα
σε καπνικό αγώνα.

Δεν αρμαθιάζεται ο καπνός
μπροστά μου με τα μάτια
κι αναθυμιάζεται αχνός
με άρρωστα φυμάτια.

Το χέρι που κιτρίνισε
και δεν μου αρέσει η όψη
με το μαχαίρι κίνησε
το κάπνισμα να κόψει.

ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΕΙΑ


Μπήκα στα Παπαστράτεια
μαύρα εκπαιδευτήρια
και βγήκα απ’ τα τεράστια
με μπάφρα εντευκτήρια.

Οδό Παπαστράτου ίσα
παραστράτησα στην πίσσα
διάβασα παφ πουφ αφίσα
κι άρχισα το ρούφα φύσα.

Γκρίζα διαφήμιση καπνού
Παπαστρατείου μεγάρου
ρίζα υπενθύμιση του νου
εργοστασίου φουγάρου.

Πήρα όπως πάει το δρόμο
σπείρα που σκορπάει το τρόμο
με διοξείδια του αζώτου
για ταξίδια του ασώτου.

Αμαξηλάτες καμπριολέ
κυκλοφορούν στις λέσχες
πελάτες τους για ναργιλέ
να βρουν με πόθεν έσχες.

Σαν το χάρο ανεβαίνει
με το κάρο στο δερβένι
το τσιγάρο ανεβαίνει
και φουμάρω το ρεβένι.

Κίτρινο σαν τον ίκτερο
το χρώμα παίρνει φύλλο
κι αντικρινό περίπτερο
στο χώμα στέλνει φίλο.

Κι αν δεν έχουμε δεκάρα
για να πιούμε τον καφέ μας
τρέχουμε για τα τσιγάρα
για να κάνουμε το εφέ μας.


ΑΡΒΑΝΙΤΟΚΑΛΥΒΑ

Γωνιές στα φτωχοκάλυβα
με τους καπνούς ντουμάνια
που με σβουνιές πασάλειβα
τους ουρανούς ταβάνια.

Στα γρανάζια  τους Βαλκάνια
με σπιτάκια τους θλιβά
τα μπαγκάζια τους στα SCANIA
για κουτάκια  χάλυβα.

Με τις μπουλντόζες τοίχους τους
γκρέμισαν  στα μπεκιάνια
φουριόζες με τους ήχους τους
κι ηρέμησαν τσουκάνια.

Σε δρυμούς και σε ρουμάνια
κάθονταν στους ίσκιους τους
κι έρημους με τα φιρμάνια
έδιωξαν  κατοίκους τους.

Απαλλοτρίωσαν με ΝΕΠ
και χάλασαν μποστάνια
που αλλοτρίωσαν με ΑΣΕΠ
και με θαλασσοδάνεια.

Μπαίνουν μέσα με τουρμπάνια
κι επιπλέουν σανδάλια κρεπ
που πηγαίνουν για τα μπάνια
στα κανάλια του ΤΟΕΒ.

Για το ψωμί ψιλά του ΑΕΠ
δίνουν με διαφάνεια
και τα ημίψηλα του ΣΕΒ
προσδίνουν επιφάνεια.

Τα παιδάκια με ζωντάνια
παίζουν την Κατρίν Ντενέβ
παιχνιδάκια για φυντάνια
που ραντίζουν με Ζινέμπ.

          

                      ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ


Χωρίς κρυφή του έξοδο το τέρας τρέφεται
          με αλατοπίπερα χτιστών πλακόστρωτων και πόρτες
          κι επιστροφή απ’ την έφοδο πατέρας ντρέπεται
          με αλεξίσφαιρα λακόστ στρατιωτικών τους μόρτες.

Χωρίς της Αριάδνης το κουβάρι να κρατάς
          θα επιτεθείς για τον μινώταυρο Θησέα οπότε
          αδράχνεις το κοντάρι που θα βρεις για ν’ ακουμπάς
          και θα χαθείς μες το λαβύρινθο με τους δημότες.

Χωρίς ν’ αλλάξει τα πανιά με νέφη  έρχεται
         στη καταιγίδα κι επαφή τους χάνει  απ’ τους ιππότες
         δεν ξεχωρίζει καταχνιά που γνέφει κι έπεται
         σφραγίδα και υπογραφή στο χάνι οικοδεσπότες.

Χωρίς φιλί στο μέτωπο σαν εραστής θα πας
         στο ραντεβού σου στα τυφλά  σε κάποιο μπαρ με πότες 
χωρίς τον τρυφερό δεσμό με τη ζωή χτυπάς
        σαν του στραβού που σκουντουφλά σε σάπιο αμπάρι μπότες.








                 ΧΩΡΙΣ ΑΙΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ


Ξεκουφαμάρα μόλις βγεις γύρω βρωμιά κι ασχήμια
στη σκουπιδιάρα που αργείς ήρωα με μια βλαστήμια.
Κουπόνια της «χρυσής αυγής» για διακοπές στα Ίμια
καπόνια πάχυνσης σφαγής κι αλπές για τα ψοφίμια.

Νερό πηγαίο ρύπαναν στο βούρκο κολυμπάμε
και με φωτιές τα φρύγανα ολέθρου να σκορπάμε.
Εχθρό με γεωτρύπανα τον Τούρκο να τρυπάμε
και με βουτιές τα τύμπανα πολέμου να χτυπάμε.

Τα σούπερ μάρκετ προσιτά κι απρόσιτα δολάρια
με ζούμπερα οικόσιτα ντεπόζιτα κελάρια 
Εισχώρησαν παράσιτα στη στέρνα με μαλάρια
και χώρισαν αμάσητα τα στέρφα απ’ τα γαλάρια.

Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω
που πνίγηκες Σωτήρη μου στο υδραγωγείο εκείνο.
Από το σουρωτήρι μου περνάς και τι θα γίνω
που μπήκες στο κροντήρι μου απ’ το ψυγείο και χύνω.











                    ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ


Χωρίς μεθόρια όρια χώρια στα περιθώρια
χωρίς πελώρια μόρια με ανημπόρια βόρεια
χωρίς μποφόρια εμπόρια βαπόρια στη Βικτώρια
χωρίς νεώρια πυόρροια με στόρια στην κλεισώρεια.

Χωρίς αγόρια γκλόρια πραιτόρια πουργκατόρια
χωρίς κοκόρια απόκρια με σπόρια θεσμοφόρια
χωρίς καστόρια εκδόρια πανώρια στη βικτόρια
χωρίς φυτώρια χλώρια με κομαντόρια εγχώρια.

Χωρίς αναβατόρια με ζόρια στην υπώρεια
χωρίς τα μορατόρια τεταρτημόρια απόρροια
χωρίς εστιατόρια μαστόρια στην Αστόρια
χωρίς τα κουβερτόρια με αποφόρια ιγμόρεια.

Χωρίς κονσερβατόρια μεμόρια ρεπερτόρια
χωρίς τα ορατόρια Σαμπντόρια κι ανακτόρια
χωρίς τα σανατόρια φθόρια στα κρεματόρια
χωρίς την υποδόρια στεντόρεια υποδώρια.











               

                    ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ


Χωρίς τζακ ποτ μερίσματα ρομπότ διαμερίσματα
χωρίς σπορ σποτ για κινητά για γιωτ και αυτοκίνητα
χωρίς ταμπλ ντοτ κουνήματα στο φέρι μποτ με κύματα
χωρίς μασκώτ μηνύματα με τρέινσκότ στα μνήματα.

Χωρίς μασάζ βαδίσματα σακ βουαγιάζ για δύσβατα
χωρίς γκαράζ γκαρίσματα με αμπραγιάζ μουγκρίσματα
χωρίς τζαζ αλυχτίσματα με μποϊκοτάζ γαυγίσματα 
χωρίς μπαράζ στησίματα με σαμποτάζ σπασίματα.

Χωρίς τα μέτρα  τζίτζυφος  πέτρα κυλάει Σίσυφος
χωρίς να φάει σύντροφος ρουφάει δοκησίσοφος
 χωρίς κρασί σεμνότυφος θρασύδειλος υπόστυφος
 χωρίς να πιει κακόκεφος που να σου μπει κι οικότροφος.

Χωρίς μυαλό τριώροφος ψηλώνει κατακόρυφος
χωρίς ταυτότητα άγραφος προσωπικότητα άμορφος
χωρίς να κρίνεσαι στο φως δεν διακρίνεσαι σαφώς
χωρίς δικό σου υπέδαφος κατάδικος στο κέλυφος.












           ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ


Στο στάδιο του Διαγόρα Ρόδου με καμάρι
θα πάει η Καλλιπάτειρα για να το δει
και για την άδεια εισόδου της τον κανακάρη
που αγαπάει καλεί για μάρτυρα παιδί.

Παις των Κυθήρων στριμωγμένο στο τριάρι
σε φτιάχνουν από μάρμαρ’ όμορφο ευειδή
πες είρων  λοβοτομημένο μου κριάρι
μη ψάχνουν  γκάγκαρο  στον όροφο κλειδί.

Στο πήδημα το τρέξιμο και το λιθάρι
κορμί που Πίνδαρος θα σου αφιερώσει ωδή
με οίδημα απ’ το  βρέξιμο στο υγρό πιθάρι
με ορμή σαν χείμαρρος που θα σαρώσει ορδή.

Του Μαραθώνα έφηβος με το σουδάρι
ήρωα του αγώνα σου στον τύμβο κίναιδοι
τον Μαραντόνα τρέφει βόσκοντας χορτάρι
στον γύρο ανθώνα  με τον θρίαμβο βοοειδή.














                   ΙΤΕ  ΠΑΙΔΕΣ


Δεν δέχεσαι γιο μετανάστη μπαϊρακτάρη
και να κοιτάς παρέλαση εν μέσω οδών
που ανέχεσαι  δυνάστη  σου και φλαμπουριάρη
ζητάς απέλαση αμέσως συνοδών.

Η δεύτερη γενιά  θα παν στρατό φαντάροι
θα ορμίσουν  με το λάβαρο  κι αναφανδόν
ελεύθεροι επί σκοπόν  με το  κοντάρι
θ’ ανοίξουν για τον βάρβαρο πυρ ομαδόν.

Στο Καλατράβα γρίφος μπαίνει παλικάρι
κι εξαφανίζει από μπροστά του εμπόδιο
τράβα το ξίφος  σου Σκερντέμπεη απ’ το θηκάρι
και κόψε το σχοινί από τον Γόρδιο.   

Γύρω απ’ τα κυκλώπεια τείχη σαν  λιοντάρι
θα μπει για να γκρεμίσουν  πόλη το  σαθρό
στον ήρωα για την όποια τύχη με σκουτάρι
θα πει να πολεμήσουν όλοι τον  εχθρό .

Προδίνεις τον εαυτό σου αν πέσεις στην ενέδρα
της γενικής επάρσεως  αρχολίπαρων
να δίνεις το καυτό με θέσεις στην εξέδρα
της εθνικής  εξάρσεως  βροντερό παρών.



 ΚΥΡΑΒΓΕΝΑ


Ήλιε από τη Κυραβγένα
ουρανού κατάνυξη
και παρακαμπύλιε γέννα
του βουνού την άνοιξη.

Σαν νυφούλα ξεπροβάλλει
με το χιόνι στη κορφή
συννεφούλα που θα βγάλει
με τη λιόχαρη μορφή.

Ένα ένα Κυραβγένα
έχουν φύγει τα παιδιά
εις ποιμήν και  ποίμνιο ένα
τρέχουν για τα χειμαδιά.

Με τα πρώτα συννεφάκια
ροβολούν στη λαγκαδιά
και αφήνουν τα κονάκια
πίσω τους  σαν ρημαδιά.

Σαν κινούμενο βουνάκι
πρόβατα βελάζει ΜΟΠ
το χρυσό σου γουρουνάκι
να το πιάσει μ’ ένα χοπ.

Τυχοδιώκτες που γυρνάνε
ψάχνουν τη χρυσή τομή
και στα δυτικά περνάνε
σε ακτή απότομη.

Στο ποτάμι κολυμπώντας
Γερμανοί για να σωθούν
καπετάν Επαμεινώντας
θα τους πνίξει που απωθούν.

Νέες ποτίζουν το γεράνι
με το άσπρο γεμενί
και νομίζουν με τα κράνη
έρχονται οι Γερμανοί.

     ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ


Πετάς για τα σαλόνια σου
της νιότης καναρίνι
και κελαηδάς στα κλώνια σου
στον Αγρινιώτη ειρήνη.

Απ’ το πάρκο μανταρίνι
παίρνεις μπάλα και κλωτσάς
και στον πάγκο για να κρίνει
φέρνεις κι άλλα που κλωσσάς.

Στα χώματα παιδιά κομπλέ
της τεχνικής σχολής σου
χρώματα κίτρινα και μπλε
έβαψαν τη στολή σου.

Μπάλα κίτρινη σελήνη
και γαλάζιε ουρανέ
τα μεγάλα αστέρια κλείνει
Παναιτωλικέ τρανέ.

Κάθε παιδί γεννήθηκε
με είκοσι δύο δίπλες
και όταν προπονήθηκε
ξεδίπλωσε με ντρίπλες.

Η αντίπαλη εστία
δύσκολα αντιστέκεται
και να κάνει απιστία
με τα γκόλ σου δέχεται.

Τίτορμος άλλος Ηρακλής
στο στήθος τους θα ράψουν
ο Γάλλος και ο Τσιλελής
το μύθο τους να γράψουν.

Τίμησες με τις παλιές σου
δόξες το Αγρίνιο
δίδαξες με τις μπαλιές σου
και το πανελλήνιο.


                         ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ   ΑΓΡΙΩΝ

Περιοδεία να ζεστάνει    γι’ αγιασμό στο σιντριβάνι                                                                       
περιμένει τη σαιζόν          μπαίνει με κομπινεζόν
και η συνοδεία φτάνει      που σε πειρασμό σε βάνει
ξαπλωμένη στο γκαζόν    διαολεμένη για μπλονζόν.

Με τη τσίχλα Χαρικλάκι   εκδρομούλα μελτεμάκι                                                   
μες το άρμα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ    Χορν πω πω τι έπαθε
δίπλα της στο καρεκλάκι  την τρεμούλα απ’ το σκαμνάκι            
χάρμα ιδέσθαι μ’ έπειθε   με ποπ κορν πως ένιωθε.

Ζέστη στο λεωφορείο       καταράστηκε θηρίο
πιο παλιά σαράβαλο          μια φορά απ’ τον διάβολο
όλο ζέση και με μπρίο      να’ ναι αμάλλιαγο και κρύο
βασιλιά καρνάβαλο           στην ουρά του άβολο.

Με ταμπεραμέντο φλέβα  και χωρίς ταλέντο Εύα
καλλιτεχνική δονείς          με τα κάλλη σου ηδονής
παρλαμέντο κάτσε ανέβα  στο μομέντο και κατέβα
χάλι εθνικής σκηνής          πάλι να μας συγκινείς.

Του θιάσου περιοδεία        να εκθειάσουν την παιδεία
θα κινήσουν μπουλουκιού του σκοινιού και παλουκιού
Διονύσου συνοδεία            θα διανύσουν με ωδεία
αν δεν φτάσουν τα εκιού    και θα φτιάξουν μπάρμπεκιου.
 
Σκηνοθέτη Φαρμασώνη     το σεκλέτι δεν σε σώνει
ρίξε το φαρμάκι σου          δείξε το κορμάκι σου
βιλαέτι σου μασόνοι          το δοβλέτι σε χρυσώνει
δείξε χανουμάκι σου          πνίξε το μαϊμάκι σου.

Θοδωρή Κολοκοτρώνη     στη Ντουγρή με το εγγόνι
με τα φέσια στα κλαδιά     τη θεσπέσια αμμουδιά
στο ντορή του θεατρώνη   και με τα γρι γρι του Γκιώνη
θέση πιάνει με λαδιά         αίσια πάει τσιμουδιά.
     
Έκρινε το  κονκορδάτο     με ποινές για τον Κορδάτο 
παπαδίστικη εκδοχή          σκοταδιστική εποχή                   
της γυναίκας μυρωδάτο    κι ο Σενέκας σε φρυδάτο
σώμα έχει και ψυχή          κόμμα στέκει προσοχή.


           Ο ΣΕΡ  ΜΟΡΓΚΑΝ  ΣΤΟ ΜΟΤΕΛ


 Στις Αντίλλες Τζόνι γουόκερ  με τσαντίλες  τζιν γουότερ
 έπινε σαν πειρατής                  κι έγινε  διοικητής
 με τη Θάτσερ παίζει πόκερ     σερ τραπέζι με το τζόκερ
 χάνει μονεταριστής                 σαν καρδιοκατακτητής.           

Δίνει η χώρα του με ντρόγκαν  με τον τίτλο του σερ Μόργκαν
σώο μασκότ πουκάμισο           ένα ζώο και μισό
πίνει τώρα με το  σλόγκαν        απ’ τον κύκλο του στην Λόντραν
σκωτς ουίσκι σε μισώ              δίχως κύπελλο χρυσό.

 Γύριζε  όλα τα καζίνα              που του μύριζε η  κουζίνα
 κι όπου γίνονταν χοροί            μα το πάει φιρί-φιρί
 για να βγει με λιμουζίνα          να τα σπάει με τη ντουζίνα
 τώρα τον στενοχωρεί               με τη χώρα στο σφυρί.

 Μα Μοργκάκι μου του λέει     στον αφρό το πλοίο πλέει
 κρίση σ’ έπιασε καλέ               και τα πιάτα σπας λαέ
 όχι για να βγούμε κλαίει          απ’ την κρίση  σε ριπλέι     
 σαν μωρό για χαβαλέ               που καιρό το ανάβαλε.
                      
Ναυτικός πριν σε μαούνα         νηστικός με τη τσιγκούνα
ταξιδεύει με το ΚΤΕΛ               μη ξοδεύει στο ΗOTEL
και τον έφτασε ως τα μπούνια  που του  έκαψε τη γούνα
για να πάνε στο κοκτέιλ            και τα σπάνε στο ΜOTEL.

Σαν σπιτόγατος φευγάτος         άγριος απ’ το Λος Γκάτος
δρόμος έφερε ως εκεί              τρόμος στη Καραϊβική
σάλταρε γιαλού ο γάτος           σάλπαρε γι’ αλλού σφουγγάτος
για Σιαμαία Ιαμαϊκή                  με σημαία Παναμαϊκή.

Για μεζέδες στη ταβέρνα          οι γλεντζέδες με λατέρνα
ρέγκε του Μπομπ Μάρλεϋ       και μαρέγκες  Στάνλεϋ        
οι γιεγιέδες με μοντέρνα          οι σκεμπέδες στα γκουβέρνα
κι οι λακέδες Χάρλεϋ               με λακέρδες Χάρβεϋ.

Για το στέμμα καραβέλα           πίνει αίμα σαν τη βδέλλα
Γαργαντούας και φαγάς            φαταούλας άρπαγας
γέννημα και θρέμμα έλα           δίνει κρέμα στην πιατέλα
της ρεμούλας  ο αγάς                και τρεμούλας πρόσφυγας.


                 

    STAR  IN  THE  NIGHT


Άστρο μοναδικό τη νύχτα είδα
μοκέτα πράσινη στο κάμπο αυλής
χοροπηδάδικο  στην πίστα ακρίδα
μπαλέτα  θάμπος της ανατολής
στο ξενυχτάδικο μαλτέζα γίδα.

Φέρνει η βροχή απ’ τη ρεματιά το θρήνο
κούκου που ηχεί στο Ψηλογέφυρο
και παίρνει τη ματιά σου απ’ τον γυρίνο
με βούρκου ανεμοζάλη ζέφυρο
που γέρνει το κεφάλι του άσπρο κρίνο.

Ζαπαντοβράχωρο καπνός βιρτζίνι
με προσοχή σκαλί του ατζαμή
στενάχωρο κι αχνός από βενζίνη
για προσευχή καλεί απ’ το τζαμί
και για χορό βραχνός σαν μουεζίνη.


Με Παπαστράτειων γιορτών την πείρα
κι εκεί που έβγαινε φασκόμηλο
σαν θάλασσα κυλάει τώρα η μπύρα
καμάκι για τον ναυτικό όμιλο
την τρίαινα του Ποσειδώνα πήρα.



  APHRODITE CHILD


Διασκέδαση με φεγγαράδα κέφι
και πανδαιμόνιο  μουσικής αυλής
παιδιά απ’ την ένταση αράδα ντέφι
και το αιώνιο μούσι της φυλής
με καλοπέραση πεδιάδα τρέφει.

Φωνάζουν στα σαλόνια για το τσάι
δια της μονοσωληνωτής οπής
κράζουν γλαρόνια Aphrodite child
στο κέντρο αχαλίνωτης ντροπής
και βγάζουν στα μπαλκόνια μας οφσάιντ.

Πετάρισμα στο ελληνικό τραγούδι
με ρίσκο ξένο ρεπερτόριο
ανωβλεφάρισμα σαν καλλιακούδι
και βρίσκω στο εστιατόριο
που βγαίνει ο δίσκος τους με το αρκούδι.

Γίνεται αυγερινός ο αποσπερίτης
που θα ’βρω πάλι το  ξημέρωμα
στήνεται βραχνοκόκκορας λυρίτης
με μαύρο χάλι του  το φτέρωμα
κι απομακρύνεται ο ξωμερίτης.






     ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΥΤΕΣ


Χ
αράζει η μέρα με χάρο φορτηγό
με τον πυκνό καπνό που βγάζει σαν φουγάρο
κι εγώ το φιλτράρω
αναπνοή να πάρω
με μάσκα μη πνιγώ.

Α
π’το παράθυρο το παρακολουθώ
στη κατηφόρα που πατάει για ώρα γκάζι
έξω απ’ τα ρούχα βγάζει
και μέσα με αναγκάζει
για να κουκουλωθώ.


Π
αλιό σαράβαλο το εργολαβικό
κι ο αστυφύλακας μου λέει πώς να το πιάσω
τρέχω να το φτάσω
κι ύστερα πάω πάσσο
με βήμα ευλαβικό.

Ε
δώ δεν βλέπει ούτε αναπνέει κανείς
το καυσαέριο περνάει απ’ τη κουβέρτα
οδό σούρτα φέρτα
στους βολβούς αβέρτα
της VOLVO μηχανής.





                     

ΤΟ  ΤΡΑΙΝΟ  ΤΗΣ  ΑΛΛΑΓΗΣ


Είπα στον ταξιτζή ξεκίνα
πηγαίνω στο Αγρίνιο
μα Μακεδόνας στην Αθήνα
που ήξερε τα μέρη εκείνα
με πήγαινε για Αιγίνιο.

Αυτά είναι δικά σου πάρτα
αν είχε θάλασσα το Αγρίνιο
εμείς θα είμαστε απ’ την Άρτα
και ειδικά καπνά μας σκάρτα
θα σάπιζαν στο επίνειο.

Εγώ πηγαίνω προς του Βλάχου
κι εσύ για Μάντρα τράβα εμπρός
και για το τραίνο του Μονάχου
έμεινα στη σκιά ενός βράχου
και η γυναίκα του τού αντρός.

Για Καλογρέζα πας κοπέλα
και το ταξί έφυγε άδειο
είδα που έγραφε η ταμπέλα
προς Ολυμπιακό στάδιο
και Καλατράβα εσύ κορδέλα.















               ΛΑΜΠΕΤΗ ΦΩΤΟΣ


Στρατιώτης μαύρος απ’το Ελσίνκι ακουμπάει
στο γόνατ’όπλο MADE φελιζόλ και σπάει
 - έγχρωμος Ρίζος με καλά την Κυριακή-.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ «αετός που κατεβαίνει
πολλές φορές πετώντας χαμηλά» και βγαίνει
με αχρωματοψία ασπρόμαυρη εκεί.

Ζωγράφος της ειρήνης στην πλατεία σκυμμένα
και λέρωσε τα ρούχα της καλά πλυμένα
με μία σκόνη που τα κάνει αστραφτερά.
Κι ήταν σωρό τα χρώματα γύρω απλωμένα
στη μαύρη μαρμαρόσκονη όμως ήταν ένα
και περιστέρι με κατάμαυρα φτερά.

Σαν δάσκαλός της για την επιτήρησή της
εικόνα μαύρη που για τη διατήρησή της
είπα τραβήξαμε κι εμείς μια πινελιά.
Δεν έχει πρασινάδα ο μουντός πλανήτης
κι ένας αέρας μαύρος πνίγει τη φωνή της
σαν φίδι που τυλίγει την ουρά θηλιά.

Με άγχος της γονατιστό θα ξεμακρύνει
σαν βράχος να σταθεί στο δυνατό μπουρίνι
 και με ναυτία κόμπος κλείνει το λαιμό.
«Δεν το’θελα μαμά» θα πει σαν φιγουρίνι
 αλλ’ έβριζε από μέσα της για την ειρήνη
 που έβρισκε ως αιτία για τον πόλεμο.

              ΕΣΕΝΑ ΤΟ ΛΕΩ


Σε μια γωνία στριφογύριζες σαν σβούρα
και με λαγνεία ζήτησες μια πατσαβούρα
και λέω αλάνι αν βάλεις μέσα αυτόν τον τύπο
απ’ το μελάνι δεν θα βγάλεις πλέον τον ρύπο.

Εσένα ναι το λέω κυρία στο σεσουάρ
σε φενακίζει εφημερίδα Φρανς Σουάρ
και σε χτενίζει Τριχωνίδα της Ραμσάρ
εσένα ναι το λέω κρύα πουρμπουάρ.

 Στο δρόμο σου αγόρευσα πως τα στυπεία
 με νόμο απαγόρευσαν χαμαιτυπεία
 όμως πρακτόρευσα και με παρατυπία
 με τρόμο αγόρασα Ελευθεροτυπία.

 Εσένα λέω με συνοδούς που πάω κους κους
 δεν σου διαφεύγει φάση με τηλεφακούς
 σου φεύγει το καφάσι με αηδούς κακούς
 εσένα ναι το λέω σ’ αγαπάω μ’ ακούς;

   

 










    ΝΙΟΧΩΡΙ

Στο Νιοχώρι ένα αγόρι
για το πετροχημικό
δεν προχώρησαν μαγκιόροι
με τον Πέτρο χημικό.

Ηρωικοί και πρωτοπόροι
λένε αγώνα ταξικό
κι οι δακρυικοί τους πόροι
κλαίνε από ’να τοξικό.

Της Μυκόνου πελεκάνοι
και τον Πέτρο απ’ το λαιμό
ξεσηκώνουν να μη κάνει
με τον πετροπόλεμο.

Το χωριό τους θα το κάνει
με βρωμιές υπόνομο
και σαν πλυσταριό λεκάνη
με τις ερημιές νομό.

Η ανέγερσή του εντάσεις
φέρνει με κινήματα
κι η εξέγερση διαστάσεις
παίρνει με μηνύματα.

Σπάνε τις εγκαταστάσεις
με τα μηχανήματα
και ρωτάνε για τις στάσεις
ποιοι κινούν τα νήματα.

Και τους είπα κάθε μέρα
παίζει το μπιλιάρδο του
και στη τρύπα του αέρα
πέφτει με το φάρδος του.

Στον Αράκυνθο παντιέρα
σήκωσε στη ράβδο του
κι απ’ την Ζάκυνθο πιο πέρα
άκουσε ο βάρδος  του.

 ΣΤΟΧΟΛΟΥΛΟΥΔΟ


Εμμένουμε στο στόχο μας
με βέλη αγγελούδια
και μένουμε στο τόπο μας
στα έλη του λουλούδια.

Επικίνδυνα παιχνίδια
πόλεμο με πέτρες μας
και για τα δεινά μας ίδια
όπλα στις φαρέτρες μας.

Για την τιτάνια ρώμη μας
μιλούν στα παρλαμέντα
δεν παίρνονται οι δρόμοι μας
κι ας παίρνουν τα τσιμέντα.

Αφοριστικά στη σόλα
έλειωσαν ατύπωτα
και οριστικά πια όλα
τέλειωσαν ή τίποτα.

Η γύρη απ’ τα όνειρα
στα χείλη έχει μείνει
κι εγείρει για τα οκνηρά
κηφήνων έργα σμήνη.

Σαν τις μέλισσες βουίζουν
σφαίρες στην αυλόπορτα
πως αμέλησες σφυρίζουν
μέρες τα κουτόχορτα.

Στον κήπο νυχτολούλουδο
κρύβεσαι στο σκοτάδι
στον τύπο στοχολούλουδο
σε βάζουν στο σημάδι.

Αν τις όμορφες ιδέες
στο σκαμνί καθίζετε
απ’ τις νέες ορχΙΔΕΕΣ
το λαμνί τσακίζετε.

ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ


Δεν κερδίζεις δίχως κόπους
σωτηρία της ψυχής
και πηγαίνεις σ’ άγιους τόπους
ταξιδάκι αναψυχής.

Παπαδιά στο παρεκκλήσι
όταν λείπει ο παπάς
και ο νεωκόρος κλείσει
για παρέκκλιση θα πας.

Είσαι βόμβα ουρανίου
που σε λίγο θα εκραγεί
και σε τόπο του κρανίου
θα μεταβληθεί η γη.

Είσαι κινητό ωραίο
σεξοβόμβα εκρηκτική
κι επιφέρει το μοιραίο
επαφή σου ερωτική.

Απ’ της πόλης τα τσιμέντα
βγαίνεις για τη τσάρκα σου
και μοσχοβολάει μέντα
και λιβάνι η σάρκα σου.

Μένεις Ουρανίας έξι
μέσα σ’ ένα λήθαργο
και ο ουρανός θα βρέξει
ένα θάνατο αργό.

Ντροπαλή μα κατά βάθος
είσαι κούκλα μου καλή
θα σου στρώσω με το πάθος
της καρδιάς μου το χαλί.

Κάνουν έρωτα στο πάρκο
άγγελοι στο βόθρο τους
και ακούν το κατά Μάρκο
που αγγέλλει όρθρο τους.

    ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ


Στέργω το αρχονταρίκι
έργο του Διζικιρίκη
οι φτωχοί και οι πατρίκιοι
με απαντοχή περίοικοι

που μιλούν με το σαρίκι
και λαλούν σαν κοκορίκοι
θηλυκά και πουτσαρίκοι
φιλικά με κουλαντρίκι

ο γλυκός καφές  στο μπρίκι
αγιορείτικο τσικρίκι
κι επαφές με τεφαρίκι
πηλιορείτικο φηρίκι

στην Αμερική αγροίκοι
με το μίσος και τη φρίκη
μερικοί με πανωπροίκι
ίσως και κωλομπαρίκι

και των Αθηνών οι κρίκοι
με του Αγίου Βλασίου το ρείκι
πάμφθηνων στο αρμυρίκι
παραθαλασσίου με μπρίκι

χωρικοί στο χαμορίκι
από το λαιμό καρύκι
χορικοί με φανταρίκι
και στον πόλεμο Αντρίκοι

με ντορή το πιτσιρίκι
που φορεί το σκουλαρίκι
λοιδορεί το Λιδορίκι
και κυκλοφορεί στην Τρίκκη

που το σέρνει Φρειδερίκη
για να παίζει με ζατρίκι
και τους φέρνει συχαρίκι
στο τραπέζι Βεατρίκη.