Τρίτη 26 Απριλίου 2011

ΔΩΡΑ ΧΑΡΑΣ

       ΑΦΙΕΡΩΣΗ
      
Του ανάπηρου η νίκη
πύρρεια με το δεκανίκι
ζάπυρου Θεσσαλονίκη
στα λιοπύρια και στο νοίκι

βάμπιρου με το βερνίκι
στα δαιμονοπύρια Νίκη
πάπυρου απ’τη Φοινίκη
με σεξπήρεια σου ανήκει

καμασούτρα τάδε έφη
Ζαρατούστρα που επιστρέφει
χάραμα η τσούπρα Έφη
με τα λούστρα και τη στέφει

φιλικά στη Κατερίνα
που ζυμώνει σαν φαρίνα
τα γλυκά της φουρναρίνα
και ζει μόνη σινιορίνα

στης ζωής το ανηφόρι
με βροχή και ξεροβόρι
θα επιζήσουν αιμοβόροι
προσοχή στο μεσοφόρι

το αγιάζι πανωφόρι
δεν μας βγάζει με το ζόρι
κι ας μυζήσουν πόλη φόροι
για να ζήσουν όλοι Φόρη

του αγίου Χριστοφόρου
του σφαγίου αχθοφόρου
του αγρίου μισθοφόρου
του παγίου και του φόρου

εκμαγείου μασκοφόρου
και αγγείου αιμοφόρου
πελαγίου Θεοδώρου
ναυαγίου εωσφόρου.


    ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΙΑ

Καλύτερα ψωμί κι ελιά
και κάλλιο με λαγάνα
παρά ωμή κρεατοελιά
του παλιομαλαγάνα.      

Κότσο πάντοτε με πιάνει
στο καμίνι με τη γάνα
κι απ’ τον Κώτσο παντεσπάνι
δεν θα μείνει τον φαγάνα.

Ελιά φτωχών χαβιάρι σα
του Ωνάση μου ανήκει
και κοπελιά νοικάρισσα
που θα πεινάσει νοίκι.

Αποκριές και με τη Νίκη
φύγαμε φουρνάρισσα
για εκλογές και με τη νίκη
πήγα και τον μαύρισα.

Απ’ το Τατόι στα ψηλά
βορείου προαστίου
και στο κατώι χαμηλά
του κρύου συσσιτίου.

Δρόμος κι έλλειψη ασβεστίου
με πονούν τα κόκκαλα
όμως στη Βουκουρεστίου
δεν πεινούν που τρων καλά.

Δεν είδα απ’ τα μάτια καλό
θα δω από τα φρύδια
πατρίδα στα παλάτια αυλών
εξαποδώ τα φίδια.

Θα μου σπάσει τα καρύδια
να ρουφήξει το μυαλό
που θα πιάσει σαν τα στρείδια
και θα ρίξει στο γιαλό.


          ΔΩΡΑ ΧΑΡΑΣ

Δώρα  χαράς  για τα παιδιά
που τρέχουν για βοήθεια
Πανδώρα  συμφοράς καρδιά
έχουν κι αυτά στα στήθια.

Πρόσωπο ευειδές σελήνης
που ξεφεύγει απ’ την αδράνεια
αστεροειδές γαλήνης
για να φέγγει στα ουράνια.

Για τη χαρά της προσφοράς
που παίρνεις όταν δίνεις
σαν μάνα που κοιλοπονάς
και φέρνεις της οδύνης.

Τη θαυματουργή σου εικόνα
οι πιστοί σου θα φιλήσουν
να τελετουργεί κοκόνα
και φτυστή θα ιεροσυλήσουν.

Στην εγωκεντρική εποχή
τα έργα οι άμυνές σου
λειτουργική ολομόναχη
με τις περγαμηνές σου.

Για τον διπλανό σου η αγάπη
σαν σε ζυγαριά βαραίνει
και των αλλωνών η λάσπη
με κατεργαριά δεν γέρνει.

Τα μάτια σου αθώρητη
στα εγκλήματα δεν κλείνεις
σε υγρά δωμάτια αθόρυβη
προβλήματα να λύνεις.

Φλόγα της καρδιάς μου μείνε
κι άσβηστη το φως σου δίνε
σε μια κώχη ιερό του Είναι
κι όχι για το θεαθήναι.

                                  
  ΠΥΡΡΕΙΑ ΝΙΚΗ

Ακολουθώ το πάθος μου
σαν Μαραθωνοδρόμος
κι ας μαραθώ στο βάθος μου
δεν σταματάω όμως.

Μαραθώνιο ξεκινάω
μέχρι να μου πεις το ναι
μακροχρόνιο κι ας πονάω
έστω πες το κι έγινε.

Ψυχή και σώμα δίνομαι
στο Μαραθώνιο αγάπης
κι ακόμα λιώμα γίνομαι
στο χώμα χλοοτάπης.

Έβαλες ψηλά τον πήχη
άστρο μου για να διαβώ
και δεν γκρέμισες τα τείχη
απ’ το κάστρο σου να μπω.

Στο στάδιο με περίπολο
να μπω θα συνεχίσω
κι από το άδειο κύπελλο
να πιω κι ας ξεψυχήσω.

Φτερωτός μαντατοφόρος
Μαραθώνιος έφηβος
αφανέρωτος πυρφόρος
στο αιώνιο έρεβος.

Σου λέω νενικήκαμεν
στο στάδιο για τη μάχη
και κλαίω εν τούτω νίκα μεν
αλλ’ άδειο το στομάχι.

Για το γύρο του θριάμβου
με την πύρρεια νίκη μου
για να γείρω διθυράμβου
πήρα δεκανίκι μου.


  ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΟΣ

Άβατο για επισκέψεις σου
οι δρόμοι χάλι Κούσης
διάβα το κι ίσως σκέψη σου
ενδόμυχ’ άλλη ακούσεις.

Άγιος Μαραθωνοδρόμος
δεν τιμάται η μνήμη του
άγριος ο Δίας όμως
σε γεννά απ’ τη κνήμη του.

Στη παραδείσια διαδρομή
με συνεπαίρνει ο Άθως
και στη φιδίσια της γραμμή
με παρασέρνει Σκιάθος.

Με δροσιές με περιλούεις
άγριος να εξαγνιστώ
με βρισιές θα γίνω Λούης
κι άγιος θα εξαφανιστώ.

Θα κάνω τεστ κοπώσεως
τροχάδην σαν ταχεία
κι ως τελικής σου πτώσεως
με χάδι πυγμαχία.

Σαν ξεδοντιασμένη γνάθος
βγήκα με τα νάζια σου
και σκυμμένη σκιά με άχθος
μπήκα στα γρανάζια σου.

Ελέγχω τις δυνάμεις μου
ως που μπορώ να φτάσω
κι αντέχω στο τσουνάμι σου
τα όρια μου να σπάσω.

Απ’ τη γέφυρα στο Ρίο
Μαραθόκαμπο αχανή
στη γενέτειρα θηρίο
θα ’μπω ατμομηχανή.


        ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Μαγευτό φως Κατερίνα
στη γαλάζια σου μαρίνα
δυο κοχύλια θάλασσες.

Να γευτώ την αθερίνα
με ατλάζια οκαρίνα
χείλια δίχτυα χάλασες.

Δάγκωσα τη λαμαρίνα
σαν να μάγκωσα καρίνα
για το μήνα μέλιτος.

Για τον έρωτα γιατρίνα
δεν ρωτάς δικηγορίνα
είναι ο λόγος σου λιτός.

Στα σχολεία ταμπουρίνα
τα βιβλία σου σαν κρίνα
κράταγες στα χέρια σου.

Μεγαλεία που τσαρίνα
γι’ ασχολία σοφερίνα
διαταγές μαχαίρια σου.

Όμορφή μου σινιορίνα
του μπαξέ μου καρδερίνα
έφραξε μες το κλουβί.

Για το γάμο σου σειρήνα
μες την άμμο με κλαρίνα
θα χορέψουμε βουβοί.


     ΣΕΒΕΡΙΝΑ

Του εμίρη βερβερίνα
κακομοίρη έρμη Ρίνα
του καρμίρη σου χαλές.

Του δεμίρη Σεβερίνα
καλομοίρη μαρμαρίνα
μύρει  κακοτράχαλες.

Στο τσαντίρι μπαλαρίνα
σημαντήρι με κλαρίνα
και κροντήρι για γουλιές.

Για χατίρι σου καφρίνα
στο ποτήρι σου αφρίνα
σουρωτήρι γι’ ατσαλιές.

Νοικοκύρη κυριαρίνα
με μπακίρι στη βιτρίνα
του τσακίρη σου ματιές.

Καλοκύρη φουρναρίνα
στου φακίρη τον πυρήνα
χαρακίρι και γητειές.

Στο μπαΐρι σκιουρίνα
τζοβαΐρι προεδρίνα
και χαΐρι βερβελιές.

Για χαζίρι στη κατρίνα
του ναζίρη κοττερίνα
και βεζίρη βουρδουλιές.


   ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ

Στο ταμπούρι Λασκαρίνα
με κουμπούρι λάσκα Ρήνα
καλαμπούρι χαβαλές.

Στο καβούρι καβουρίνα
κανναβούρι με φαρίνα
στο κιβούρι έβαλες.

Με πλιγούρι τεντζερίνα
του λιγούρη σου Τυρίνα
και γουργούρη ζαβολιές.

Με παγούρι φανταρίνα
στο  ζυγούρι λιονταρίνα
για το γούρι δυο γουλιές.

Με σαμούρι πελερίνα
του χλιμούρη σου Τιγρήνα
και χαμούρι μαργιολιές.

Με φλαμούρι Σαμαρίνα
του μουρμούρη πρακτορίνα
και φακιδομούρη  ελιές.

Φυλακούρη θυρωρίνα
κούροι για τη θεατρίνα
με τσεκούρι απειλές.

Βαρθακούρη βαπορίνα
σκούροι με τη Θατσερίνα
το μπακούρι εξόκειλες.


   ΦΑΝΤΑΡΙΝΑ

Κορνάρισες στο καψιμί
του REO σοφερίνα
που μας φουρνάρισες ψωμί
ωραίο με φαρίνα.

Κατερίνα φανταρίνα
άχνισε στη λαμαρίνα
                   σινιορίνα φουρναρίνα
και με ξάφνιασε σειρήνα.

Την κουραμάνα έφρυξες
στο φούρνο Κατερίνα
και σαν το μάννα έριξες
                   στο τσούρμο σινιορίνα.

                   Η Λοζάνη με τα κρίνα
        στη Κοζάνη Σαμαρίνα
                   ραμαζάνι με κλαρίνα
και καζάνι βερβερίνα.

Με άδειο το στομάχι μου
θα σε προδώσω Ρήνα
στο στάδιο που τη μάχη μου                  
θα δώσω στο Αρίνα.

Κουρεμένη αγορίνα
στο αμπρί σαν τη Σαμπρίνα
αγριεμένη πουτσαρίνα
και γαμπροί με την Κορίνα.

Μοσχομυρίζεις γιασεμί
από τη Μόσχα Ιρίνα
που μας σερβίρεις το ψωμί
και τάρτα Ταταρίνα.

Τσίνορα κοχύλια Ρήνα
που σφαλάς με λαζαρίνα
και τα σύνορα φρουρίνα
μας φυλάς με χιλιαρίνα.


        ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ

Στα σούπερ μάρκετ προσφορές
μα τα ευρώ μου λίγα
και κούπες μπάσκετ διάφορες
θα βρω στην ευρωλίγκα.

Της νοικοκυράς καλάθι
Συρανό ντε Μπερζεράκ
γράφω φουκαράς με λάθη
μπρος στον τύραννο με τρακ.

Δίπλα στο φούρνο σκυθρωπός
η διάθεσή μου αλλάζει
νιώθω διπλά σαν άνθρωπος
κι ας τρώει το αγιάζι.

Εποχή της αφθονίας
με τα χέρια στα ζυμάρια
και φτωχοί ζηλοφθονίας
στα μαχαίρια για ευμάρεια.

Με το σημίτι ο καφές
πεινώ κι όχι δεν λέω
στη μύτη μου ανασκαφές
Πινόκιο μιξοκλαίω.

Παλληκάρι το παιδί μας
σήκωσε με αρασέ
το ζυμάρι ο Παπαδήμας
ζύμωσε και μ’ άρεσε.

Θυμώνω που δεν συγκινώ
τωόντι ψωμοζήτης
το μόνο που έχουμε κοινό
το δόντι τραπεζίτης.

Στο σχολείο η Πιπίτσα
πριν πεινάσει έχει φάει
και με το βιβλίο πίτσα
θα ετοιμάσει Πασιφάη.


          ΕΦΗ

Απόψε αερένιο μου  κορμί
με τ’ άστρα Ραφαήλο
κόψε σταρένιο μου ψωμί
στη γάστρα με παφίλω.

Aγγελούδι εσένα οφείλω
το τραγούδι σ’ ένα φύλλο
που σαν γυναικείο φύλο
είναι οικείο για τον φίλο.

Το βράδυ φέρνει ταραχή
πόθο κι επιθυμία
σκοτάδι παίρνει τη ψυχή
και νοιώθω ραθυμία.

Μια βραδιά με νηνεμία
τσιμουδιά φωνή καμία
και στην αμμουδιά Ευθυμία
στη καρδιά μου τρικυμία.

Σαν ναυαγός που απ’τη στεριά
για σωτηρία γνέφει
στο πέλαγος και ξαστεριά
διώχνει τα κρύα νέφη.

Θα σου φέρω ένα ντέφι
στολισμένο με σιντέφι
κι όταν υποφέρω Έφη
στο θλιμμένο κάνε κέφι.

Ανέφελη χρυσή καρδιά
στου κόσμου τη μαυρίλα
κι ανέμελη σαν τα παιδιά
δος μου ανατριχίλα.

Σαν του άγριου γορίλα
που αρχίζει τη γκαρίλα
και αρχάριου την ασπρίλα
που μυρίζει και ψαρίλα. 


              ΓΙΩΤΑ

Φουρνάρισσα τον Αύγουστο
έχεις ξανάψει Γιώτα
κορνάρισα για ν’ ακουστώ
ξανά με το TOYOTA.

Μαγκουρίτσα για το γιώτα
πλάθεις ζυμαράκι σου
κουλουρίτσα Παναγιώτα
λάθη απ’ το χεράκι σου.

Για τη φωτιά στον Όλυμπο
χάλασα Προμηθέας
και στη ματιά σου κολυμπώ
θάλασσα Τερψιθέας.

Με τα στήθια το ζυμώνεις
κι είναι αφράτο και γλυκό
και ο Σπίθας στο καμιόνι
κάνει σάλτο για υλικό.

Η Κατερίνα στη γωνιά
κι ο Γιώργος της Θαλάσσης
κατρίνα με την παγωνιά
όργιο μη μας χαλάσεις.

Στο παλάτι της κοκότα
μ’ έβαλε η Καλυψώ
για το αλάτι στη μπομπότα
κι έβγαλε φιλί λειψό.

Του Ποσειδώνα τρίαινα
χτυπάει το γλαρόνι
και τσαπερδόνα τυραννά
που πάει και ιλαρώνει.

Στη δουλειά την ξεθεώνει
κι αν τελειώνει την ρωτά
που αγκαλιά με την Θεώνη
λειώνει με τον έρωτα.


     ΧΡΙΣΤΙΝΑ

Μέσα στη σκέψη μου θεά
κάποτε σε θεωρούσα
που να πιστέψει ο,τι έπαθα
ποτέ δεν θα μπορούσα.

Έχασα κάθε αυταπάτη
πως δεν ήσουνα θεούσα
κι έφτασες στο σκαλοπάτι
της αβύσσου που ποθούσα.

Έπεσες τόσο χαμηλά
κι έχασα κάθε ιδέα
που’ χα για σένα και ψηλά
μου φάνταζες σπουδαία.

Έκανες καλά μα χάνεις
περιπέτεια ερωτιδέα
αλλά μη μου ξανακάνεις
κι άλλα τέτοια σου χυδαία.

Πονάω και κλαίω μοναχός
νύχτα πανάθεμά σε
ξυπνάω και λέω σαν αχός
πνιχτά να με θυμάσαι.

Τα εγκόσμια μες στον τοίχο
διέγραψες και απαρνιέσαι
και τα εγκώμια για τον στίχο
που μου έγραψες αρνιέσαι.

Μ’ ευχέλαιό σου λιπαρό
πιστός στον έρωτά σου
το έλεός σου εκλιπαρώ
γονατιστός μπροστά σου.

Αχ ! Χριστίνα η μορφή σου
δεν μου φεύγει απ΄τα μάτια
και κουρτίνα στο προφίλ σου
δεν μου φέγγει στα δωμάτια.


      ΚΥΡΑ ΠΑΤΡΑ

Κυρά Πάτρα στο τσαρδί σου
χαρτζιλίκωσες παιδί σου
και στη γλάστρα το κλειδί σου
άφησες του παραδείσου.

Μαθητής οικότροφός σου
άναψες πρωί το φως σου
κι εικοσάρικο κρυφό σου
άστραψες για το σοφό σου.

Απ’ την πόλη σαν ομάδα
φεύγατε για την πεδιάδα
όλοι σας για μια εβδομάδα
που μαζεύατε χαμάδα.

Σε θυμάμαι κυρά Πάτρα
              που με σήκωσες στη πάστρα
να κοιμάμαι και στη λιάστρα
με ασήμωσες με πιάστρα.

Με μαυραγορίτη άντρα
θα μου γυάλιζε σαν χάντρα
σε μια κρύπτη στη μεσάντρα
που ασφάλιζε στη μάντρα.

Μπατιράκι απ’ την τράκα
που δεν άντεξα να πω όχι
με τυράκι του στη φάκα
σαν να το άρπαξε απόχη.

Όταν άκουσα το τσάκα
ήταν πια μακριά οι στόχοι
και την άγουσα με σάκα
και με δάκρυα στο μετόχι.

Στη ζωή μου αυτό το κέρμα
θα με ακολουθεί  στα έρμα
χρόνια που κυλούν στο τέρμα
με τη καταφρόνια σπέρμα.


       ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

Ν’ αγοράσω καραμέλες
από το περίπτερο
ή να βράσω κουκουμέλες
με αλατοπίπερο.

Από χούι παπαδέλες
αγριοπερίστερο
που ακούει παπαρδέλες
από τον πρεσβύτερο.

Φαγητό στο ταβερνάκι
δεν θα φάω καλύτερο
και για παγωτό χωνάκι
πάω το ταχύτερο.

Με κοντό παντελονάκι
νήπιο για τον ίκτερο
πριν χτυπήσει καμπανάκι
τρύπιο από κασσίτερο.

Τρεις το λάδι τρεις το ξίδι
έξι το λαδόξυδο
και το βράδυ στριμωξίδι
έξυπνου θα βγει ξινό.

Να μη φύγεις για ταξίδι
θα επιλέξεις από εδώ
και με πνίγεις Γαλαξίδι
μη τις βρέξεις αν σε δω.

Από το εικοσάρικό μου
που θα πάρω τα λιμά
και με το κουρσάρικό μου
θα σαλπάρω διάλειμμα.

Πίσω για το σπιτικό μου
δεν θα βρω κατάλυμα
και να πείσω σκεπτικό μου
για τα ευρώ μου κάλυμμα.
 

                      ΚΑΤΑΛΗΨΗ

Έρχεσαι στα όνειρά μου
κατά επανάληψη
και στο στρώμα μου κυρά μου
έκανες κατάληψη.

Κατειλημμένη τάξη σου
περνάς σαν τον αέρα
ντυμένη στο μετάξι σου
που το κουνάς παντιέρα.

Στη κρεβατοκάμαρά μου
έκανες κατάσταση
και στον έρωτα χαρά μου
φέρνεις επανάσταση.

Στο πάτωμα το στρωματέξ
θα βρεις στις καταλήψεις
δυο άτομα να κάνουν σεξ
χωρίς προκαταλήψεις.

Βγάζεις τα εσώψυχά σου
με μπογιές και χρώματα
και με τα εσώρουχά σου
κάνεις οχυρώματα.

Σαφώς διαβάζω υπογραφή
με σινική μελάνη
στο φως και βγάζω την κρυφή
κι εικονική σου πλάνη.

Ντριν.. και τα γλυκά φιλάκια
χάνω μ’ εγκατάλειψη
πριν απ’ τ’ άλικα χειλάκια
κάνω την μετάληψη.

Με χάδια νύχτες έρωτα
να κάνουμε απεργία
για βράδια αξημέρωτα
μη χάνουμε αργία.


    ΣΤΕΛΛΑ

Με τα φιλιά σου θάλασσα
ρουφήχτρα μου στην άμμο
στην αγκαλιά σου χάλασα
με προξενήτρα γάμο.
               
Στέλλα δεν κρατάω μαχαίρι
Τουρκολίμανο κι εγώ
έλα το πετάω απ’ το χέρι
βούρκο αλίμονο να βγω.

Πολιορκώ  το κάστρο σου
με βάρκα Κομποστέλα
και ρυμουλκώ το άστρο σου
για τσάρκα στην Καστέλα.

Θα σαλπάρει το στελλάδο
Στέλλα από τον Πειραιά
και θα πάρει εκτός Ελλάδος
στέλνοντάς μας μακριά.

Για το σκορβούτο έβαλα
μπυρόνια στα μαστέλα
κι αντί για φρούτο υπέρβαλα
με μακαρόνια Stella.

Πως στο Σφαξ με το στιλέτο
έσφαξα και φούνταρα
με το φαξ απόστειλέ το
έσφαλλα που φούντωσα.

Γρηγόρη προξενόπουλο
βαλάντωσες κοπέλα
κι αγόρι διαπλασόπουλο
ταλάντευσες Εστέλα.

Stella Style Τριχωνίδα
κυματίζουν τα μαλλιά
πέλαγος με ιστιοσανίδα
σχίζουν τον Καβομαλλιά.


ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΠΕΙΡΑΤΕΙΑ

Με όμηρο ηθοποιό
που μου μιλάει με πλέγμα
κακόμοιρο κακοποιό
περιγελάει με φλέγμα.

Λεωφορειοπειρατεία
με τα εκρηκτικά στο δέμα
λέω για το κρύο αστεία
πάρτε ορεκτικά και κρέμα.

Μέσα στο αυτοκίνητο
φόβος φυλάει τα έρμα
μπαμπέσα με το κινητό
βόμβος μιλάει ως το γέρμα.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
μα γενναίος λέω πολέμα
σαν γαμπρός να πείσω θρέμμα
είμαι Αθηναίος και σπέρμα.

Στην αγκαλιά του έρωτα
μ’ έριξες  μ’ ένα βλέμμα
και για φιλιά αξημέρωτα
μου έδειξες με νεύμα.

Έρωτάς σου καταλύτης
σαν να πέρασε το ρεύμα
και ρωτάς αν είναι αλήτης
που συγκέρασε με γεύμα.

Βασίλισσα της ομορφιάς
με σκήπτρο και με στέμμα
φίλησα και της συντροφιάς
προκύπτω πρώτο θέμα.

Δεν θ’ ανάψω τη φυτίλα
που σας έκοψα το γνέμα
και ας κλάψω απ’ τη ξεφτίλα
που δεν έπνιξα στο αίμα.


 ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ Ο ΠΟΘΟΣ

Στα δρομολόγια Περισσού
στάση άγια Αναστασία
τα λόγια εκ του περισσού
να φτάσεις στην ουσία.

Σαν κορνίζα κρεμασμένη
σε γραφείο κόμματος
Μόνα Λίζα περιμένει
επαφή του σώματος.

Κρεμιέται όρθιος εσμός
με ζορισμένο ύφος
και λύεται γόρδιος δεσμός
κομμένος με το ξίφος.

Στέλλα πέρασε κοντά μου
στο λεωφορείο Πόθο
κάθισε στα γόνατά μου
να σου λέω στο κρύο τι νιώθω.

Νιώθω το ρίγος στο κορμί
να διαπερνάει σαν ρεύμα
πόθο με σφρίγος και ορμή
που κυβερνάει το πνεύμα.

Έλα στο γυμνό μπροστά μου
που ’χω αμφορείς σου γεύμα
γέλα στο κυνόδοντά μου
ρούχο μη φορείς για φέρμα.

Κυκλοφορεί το αίμα σου
ζεστό κάτω απ’ το δέρμα
ν’ αδιαφορείς το ψέμα σου
δεν θα δεχτώ σαν κέρμα.

Αφουγκράζομαι τον πόθο
να κυκλοφορεί στο αίμα
κι αν κουράζομαι το νιώθω
δεν θ’ αδιαφορείς στο τέρμα.


    ΜΠΟΥΚΕΤΟ
        
Εμείς οι δύο δεν μοιάζουμε
λουλούδια σε μπουκέτο
και στο ωδείο ταιριάζουμε
τραγούδια σαν ντουέτο.

Κλειδοκύμβαλa λουκέτο
για τα σκύβαλα στο γκέτο      
με τροφές στο κουζινέτο
και καφές στο καμινέτο.

Μαζί σαν καφοζάχαρη
πάμε κι εμείς πακέτο
μες τη ζωή την άχαρη
να μη λυπάμαι σκέτο.

Πικραμύγδαλο κουφέτο
πήρα τσίγαλό μου φέτο
σπερματσέτο και πικέτο
με κασκέτο στο ταπέτο.

Παπούτσι από τον τόπο σου
και γόβα σου στιλέτο
του Γκούτσι με τον τρόπο σου
λώβα στο λαζαρέτο.

Με νόμο απαγορεύεται
Στέλλα να φας σπαγέτο
λευκό όμως δεν παντρεύεται
κοπέλα με πασσέτο.

Σαν όχλος ασυγκράτητος
το πλήθος στο φιλέτο
πρώτος ο αναμάρτητος
το λίθο του βαλλέτω.

Προσκλητήριο με μπιλιέτο
θα τους στείλουμε μπαλέτο
και μυστήριο με μουσκέτο
θ’ αναγγείλουμε οργανέτο.


     ΜΑΥΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
       
Μαύρο μου τριαντάφυλλο
μ’ ελκύεις κατάλαβέ το
και λάβρο μου το δάκτυλο
με αποκλείεις με βέτο.

Με το αίμα μου στο πέτο
που σε πιάνω και το ντρέτο
βλέμμα μου στο παραπέτο
θα σου φτιάχνω το πορτρέτο.

Τριανταφυλλάκι άλικο
μαύρισες στο Σοβέτο
και το φιλάκι σου γλυκό
στάχτωσε σιγαρέτο.

Ήρεμο στο βαρονέτο
θα μιλήσει κλαρινέτο
στο γκρεμό το βαγονέτο
μη κατρακυλήσει νέτο.

Πάει μακριά η βαλίτσα σου
δρόμο μετ’ εμποδίων
και δάκρια σπάει η καρδίτσα σου
με τρόμο επεισοδίων.

Ζούμε σ’ εχθρικό πεδίο
δυο των πολεμοφοδίων
                   να ενωθούμε ηλεκτροδίων
     ερωδιών λαιμό αναδύω.

Κοπέλα μου με ξιπασιά
είναι καιρός για δύο
έλα και με τη ζεστασιά
γίνε γιατρός στο κρύο.

Για τον χωρισμό αντίο
δεν θα πούμε τουναντίον
για χρησμό του στο μαντείο
δεν θα μπούμε των παντοίων.


        ΓΕΩΡΓΙΑ

Αχ όλο φωτιά Γεωργία
μάνι μάνι στο νερό
στόλο με φωταγωγία
στο λιμάνι φανερό.

Της νυχτός πυγολαμπίδα
στις υδρεύσεις Αχελώου
μύγα εκτός πηγών σε είδα
στις αποχετεύσεις σώου.
              
              Στη λεκάνη συνεργεία
              κάθε σούρουπο ρεπό          
              κάνεις με κωλυσιεργία
              όταν κάθεσαι άπρεπο.

Καις σαν πυρωμένη λάβα
ηφαιστείου εν ενεργεία
και απολυμαίνεις σκλάβα
προαστίου στάβλο Αυγεία.

Από τη φωτιά σου αργία
βγαίνεις με το πρόσφορο
κι η ματιά σου λειτουργία
φέγγεις σαν το φώσφορο.

Αχ μυγίτσα ερωτευμένη
πάχυνες βρωμίτσα βόθρου
χρυσαλλίδα διαλυμένη
απ’ την ηλιαχτίδα όρθρου.

Μας ρουφάς με λαιμαργία
σαν κουνούπι ανωφελές
και θα φας με αδηφαγία
οσονούπω με οφειλές.

Στ’ ουρανού το υπερώο
βγαίνεις νύχτα έξω στ’ άστρα
              κι εγώ με το νου σε τρώω
              που διαβαίνεις ξελογιάστρα.


    ΧΡΥΣΟΥΛΑ

Αχ! Χρυσούλα μέλι στάζεις
και χρυσούς σου κόσμους τάζεις
κεχρινία ειδομένη
και μικρούλα χαϊδεμένη.

Αχ! για τα γλυκά φιλιά σου
είναι ο νους μας στο κεχρί
κι όποιος μπει στην αγκαλιά σου
τον παράδεισο θα βρει.

Αχ! Χρυσούλα ποιος θα πάρει
το χρυσό σου κεχριμπάρι
τη χρυσή καρδιά σου δος μου
στο μπατίρη αυτού του κόσμου.

Αχ! Χρυσούλα μέσα σ’άλλους
μεταφέρεις ουρανούς
σε μικρούς και σε μεγάλους
που δεν τους χωράει ο νους.

Αχ! Χρυσούλα σε κοιτάω
μα κορούλα δεν κοτάω
χάδι στην επιδερμίδα
κάθε βράδυ σαν τον Μίδα.

Αχ! Χρυσούλα με τουμπάρεις
σε μασούρι τα λεφτά
πονηρούλα να μου πάρεις
του χασούρη στα κλεφτά.

Αχ! Χρυσούλα όποιος ψαύει
σαν βρυσούλα με τη τσάφη
γίνεται νερό χρυσάφι
και δεν πίνεται νισάφι..

Αχ! Χρυσούλα στον αέρα
ερτζιανών που ραδιουργείς
άκου στη χρυσή σου σφαίρα
ταπεινών φωνούλα γης.

 
     ΜΕΛΙΝΑ

Μελίνα τ’ όνομα γλυκά
σαν τα ποτά σταλάζει
και Μελανί στα Γαλλικά
τίποτα δεν αλλάζει.

Μελανόμορφο αγγείο
νέου αμαλγάματος
λυγερόκορμο εκμαγείο
του αρχαίου αγάλματος.

Ελγίνειο που χάθηκες
Καρυάτις Ερεχθείου
το γήινο σιχάθηκες
με τη σκουριά της θείου.

Με το μέλι σου λιγώνεις
και με λειώνεις σαν  κερί
δεν σε μέλει που πληγώνεις
και τελειώνεις με κεντρί.

Σαν τα φιδοπουκάμισα
με άλλαξες κι εμένα
σταφιδωμένο ανάμεσα
με τ’ άλλα πεταμένα.

Δεν συγκράτησες το σήμα
δούλα στα τηλέτυπα
και ξεστράτισες στο σύρμα
που η καρδούλα σου χτυπά.

Το λέει η περδικούλα σου
κι αν άσπρισε γεράκι
μαύρισε η ψυχούλα σου
και κλαίει καλογεράκι.

Ξέρω  πως δεν είναι ασβέστης
μόνο ο Παρθενώνας σου
και θα φέρω πυροσβέστης
το χρυσό αιώνα σου.



        ΕΛΙΝΑ

Μέσα στο Ελληνάδικο
γυρεύω την Ελίνα
και μέσα στο σκυλάδικο
χορεύω Μεσσαλίνα.

Στα δωμάτια συναξάρια
μελετάει αγίων βίους
και τα μάτια της δοξάρια
ξενυχτάει για τους πληβείους.

Με σέξι ρεπερτόριο
κάνει σουξέ κομμάτια
πριν φέξει ορατόριο
που έτσουξε τα μάτια.

Την πολιορκεί ο Πάρης
του χωριού ο γκομενιάρης
την επίορκη να πάρεις
του χεριού σου αλανιάρης.

Στη σκόνη Ινδιάνος κυνηγός
με ντούρο στη σαβάνα
φουσκώνει διάνος σύζυγος
με πούρο απ’ την Αβάνα.

Όσο διαρκεί η λατρεία
με αποκοτιά σιμώνει
κι όσο πολιορκεί την Τροία
η φωτιά της δυναμώνει.

Στην αγκαλιά του μακριά
θα πάρει την Ελένη
και με φιλιά τα δάκρια
του Πάρη θα ξεπλένει.

Μύκητα μυζείς τη ρόγα
σταφυλιών για μούστο ξύδι
μη κοιτάζεις στην πιρόγα
των φιλιών μας το ταξίδι.


         ΕΛΕΝΗ

Ωραία σύμβολο ομορφιάς
κοιτάζεις στο καθρέφτη
και είδωλο της συντροφιάς
παρέα δεν βγάζεις ψεύτη.

Στα κρυφά με καρδιοκλέφτη
θα το σκάσεις εραστή
κατακόρυφα ξεπέφτει
αν του κάτσεις θα εκφραστεί.

Ο σύζυγος μ’ένα σπασμό
πετάγεται από κώμα
σαν κυνηγός τον ασπασμό
που νοιάζεται ακόμα.

Απ’το λατρευτό σου στόμα
πάλλει μια καρδιά στο στρώμα
και αγιάτρευτο σαν πτώμα
πάλι μια βραδιά στο χώμα.

Τα μάτια φλόγα της χαράς
αν κλάψεις τα ποτίζουν
διαμάντια ολόγυρα σκορπάς
με λάμψεις που φωτίζουν.

Αχ και να υπήρχαν άλλοι
ουρανοί απ’τα μάτια σου
θάλασσες μην είχαν ζάλη
γαλανή γινάτια σου.

Κάνε λιγότερο αρμυρά
να πίνω τα δάκρυά σου
σαν θαλασσόνερο πικρά
που χύνω μακρυά σου.

Για το άδειο φόρεμά σου
χάνεις την αφρόκρεμά σου
με φυλλάδιο στα ήρεμά σου
κάνεις νοικοκύρεμά σου.


         ΒΑΣΩ

Βασιλικούλα  ζάχαρη
Βασιλικούλα  μέλι
με τη ζωούλα  σου  άχαρη
στη ζούλα δεν σε μέλει.

Μέσα  απ’ τα  κελιά  κυψέλη
οικογένεια  να  χαρεί
με μια  δρασκελιά  τα  μέλη
βγαίνει Μεγαλόχαρη.

Θα  ευχηθώ  εφτάψυχο
θαυματουργό  νεράκι
και  να  χυθώ  με  λάστιχο
σαν  δροσερό  ρυάκι.

Βάσω  με  το  πετραδάκι
μου  πετάς  κατάστιχο
να  διαβάσω  το  χαρτάκι
και  κοιτάς  τον  άτειχο.

Χρώμα που  παραμέλησα
νιώθω  να  με  διεγείρει
και  σώμα  διαμέλισα
με  πόθο  που ’χει  γείρει.

Για  να  πάω  στο  πανηγύρι
με  τα  εμπόδια  αμέλησα
και  σου  κουβαλάω  γύρη
με τα πόδια  μέλισσα.

Από  το  άνθος  το  λαμνί
θα  πιάσω  που  ποτίζεις
και  με  το  πάθος  το  σταμνί
θα  σπάσω  να  δροσίζεις.

Με βασιλικό  ραντίζεις
αγιασμένο  απ’ τη  μονή
κι  άθλιο  θηλυκό  γυρίζεις
με  σπασμένο  το  σταμνί.


       ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Μ’έκοψες και το συγχέω
με του πλαστικού ανθού
ή προέκυψες τυχαίο
απ’ την πλάση του θεού.

Για το μοναχοπαίδι
δεν ήσουν ηθική
για το παπαδοπαίδι
πλούσια Κική.

Με ρωτάει για την προίκα
εργολάβος της ΔΕΗ
και φαντάστηκα πως βρήκα
για γαμπρό μου ενδεή.

Άρωμα το λουλούδι
έχει αποκλειστικό
και ζει σαν αγγελούδι
σε κόσμο υλιστικό.

Μας αλλάξανε τα φώτα
να ’ναι ο κόσμος διάφανος
και βρισκόμαστε όπως πρώτα
στο σκοτάδι προφανώς.

Έρχεται και μου λέει
του είπα ψέματα
κι η προξενήτρα κλαίει
για τα παινέματα.

Μέσα σε μια πόλη γκρίζα
δεν διακρίνεσαι σαφώς
πότισε ξανά τη ρίζα
για να βγει μια δέσμη φως.

Οι σχέσεις μας ανθίζουν
σε μια συνάρτηση
και στη ζωή καρπίζουν
χωρίς εξάρτηση.


             ΝΟΝΗ

Με την ποτοαπαγόρευση
θα γίνουμε Σικάγο
και τίποτα μεθόδευση
θα δούμε για εμπάργκο.

Βάλε κι άλλο ούζο Βάγγο
να το τσούζω με ζιβάγκο
με τα θέλγητρα στον πάγκο
και τα έλκηθρα στον πάγο.

Αγίου Βερνάρδου μοναχοί
σνακ μπαρ οικοδεσπότες
σφαγείου βάρδου στη βροχή
κονιάκ κερνάς τους πότες

που γυρίζουν ταξιδιώτες
οι ξενύχτες και οι μόρτες
και με λασπωμένες μπότες
βρίσκουν ανοιχτές τις  πόρτες.

Στο μπαρ τραπέζι corner τρως
ντογκ σερβιτόρα Νόνη
σταρ παίζει στη Γουόρνερ Μπρος
γκογκ ώρα για κανόνι

κι αν κερνάς κυρτοί σου ώμοι
σάμπως να ζητούν συγνώμη
που γυρνάς σκυφτή και μόνη
μες το κάμπο ανεμώνη.

Ευάερο κι ευήλιο εκεί
θα μπω μες το παλάτι
Ευάγγελο κι Αγγελική
να πω ψωμί κι αλάτι

και μου γύρισες την πλάτη
μόλις μύρισες πελάτη
με τον δίσκο σου στιλάτη
και το ρίσκο ιχνηλάτη.


     ΠΑΡΑ  5

Γεια σου λεβέντη vivere
pericolozamente
βιάσου στο γλέντι με μπερέ
περίπολο στις πέντε.

Κοπελιά στο ΠΑΡΑ 5
άσε τον τσελεμεντέ
σαν πουλιά με παραπέντε
πιάσε με και άιντε ντε.

Έκθετος πάνω στα βουνά
της πέτρινης καρδιάς σου
έκπτωτος πιάνω κάρβουνα
της κέδρινης φωτιάς σου.

Στο βουνό της Αφροδίτης
αλεξίπτωτο πλαγιάς
στο κενό αφρό σαν δύτης
βάλε ανύποπτο βραγιάς.

Έντρομο σε γκρεμό βουβό
που ανθίζει το λουλούδι
το έντομο πολύβουο
αρχίζει το τραγούδι.

Άγγελος του παραδείσου
δεν αντέχω απόβλητος
καγκελόφραχτο τσαρδί σου
τρέχω πανικόβλητος.

Ο γλάρος στον ωκεανό
πετάει από τα βράχια
κι ο φάρος απ’τον ουρανό
φωτάει τα καταράχια.

Το σουβλάκι μου στη σχάρα
θα μου φτιάξει ο Ταρέκ
και πουλάκι στη Σαχάρα
θα πετάξει των Τουαρέγκ.


    ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ

Στην ελεύθερή μου πτώση
το φωτογραφείο θα σώσει
δεύτερη ζωή να δώσει
στο νεκροταφείο αν τελειώσει.

Σαν βιονική γυναίκα
πάτησε το κλικ στο δέκα
να τραβήξεις μια ταινία
να σκοτώσεις την ανία.

Της βαρύτητας ο νόμος
σούπερμαν δεν έλκει μείνε
η ελαφρότητά σου όμως
πόσο αβάσταχτη μού είναι.

Σαν βασίλισσα στο θρόνο
μαγικό χαλί σου στρώνω
να πετάς σαν τους πυραύλους
και να μας κοιτάς στους σταύλους.

Βρονταλίδι στον αέρα
πιάνομαι και ζευγαρώνω
και το δαχτυλίδι βέρα
θα περάσουμε απ’τον Κρόνο.

Στο διάστημα Γκαγκάριν
θα πετάξω μακριά σου
και παράσημα φεγγάρι
θα σου φτιάξω τα δάκρυά σου.

Άγγελος του παραδείσου
κατρακύλησα στον Άδη
και στην αγκαλιά σου αβύσσου
κοπροσκύλιασα το βράδυ.

Με κομμένη την ανάσα
πάρε με στο κινητό σου
και χαμένη απ’ τη ΝΑΣΑ
χάρε πες μου το-κε-τό σου.
     

     ΑΥΤΟΔΥΤΗΣ

Σαν αυτόχειρα θα δώσεις
όπλο για να με σκοτώσεις
στην απόπειρα θα σπρώξεις
με το κόλπο σου της πτώσης.

Σφάγιο σου μαχαίρι αν χώσεις
και αν με εκπαραθυρώσεις
άγιο χέρι σου θ’απλώσεις
στο παράθυρο να σώσεις.

Και καθώς πάει και με πιάνει
θα ρωτήσεις ποιον αϊ Γιάννη
κι απαθώς αν πω Αγιάνη
θα με αφήσεις σαν μαγγάνι.

Ρηγανά για να εξυγιάνει
πάει τάξη σου σεργιάνι
και τα φρύγανα τσιγγάνοι
θα διατάξει μην τα βγάνει. 
                                     
Στη ταράτσα με ανεβάζεις
πάλι νέμεσης τσιμπίδα
και στη ράτσα μου φωνάζεις
παλιοαλβανέ εσύ πήδα.

Οδοντόβουρτσα μου βάζεις
Φαραώ στην πυραμίδα
βρωμοπάπουτσα μου βγάζεις
που για να φοράω δεν είδα.

Έμεινε ένα εκεί στο δρόμο
και το άλλο με το σώμα
που το έδινε απ’ τον τρόμο
μονοσάνδαλο στο χώμα.

Για το  βάρος του στον ώμο
δεν θα θάψουν με το πτώμα
και με θάρρος απ’ τον νόμο
θα πετάξουν για το χρώμα.


   ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ

Όπως ποτέ σου πριν μ’ έχεις φιλήσει
κι υποψιάζομαι για σένα.
Έκανες σπριντ και κανείς δεν θα μιλήσει
με σουτ ξεγυρισμένα
που δεν ξαναγυρνάς σε μένα.

Σπριντάρισες σπριντάρισες
και τώρα περπατάς
σε μένα ντεμπουτάρισες
και γι’ άλλη παρατάς.

Όπως ποτέ σου πριν με κοίταξες στα μάτια
μες στο πλεκτό που ήλιους πιάνει.
Έκανες σπριντ κι έγινε χίλια κομμάτια
το παιχνίδι σου πλεκτάνη
το πλεκτό μου δεν σου φτάνει.

Σπριντάρισες σπριντάρισες
γιατί σε άλλη άρεσες
τα πέναλτυ που βάρεσες
χαρά σε άλλη χάρισες.

Όπως ποτέ σου πριν ήσουν στον έρωτά σου
σαν φτερωτός θεός για μένα.
Έκανες σπρίντ κι έμειναν τα φτερωτά μου
όνειρα πετσοκομμένα
και με τα φτερά κομμένα.

Σπριντάρισες σπριντάρισες
και τώρα πενηντάρισες
πηγαίνεις με το τέμπο σου
κι είμαι το πασατέμπο σου.


      ΝΑΥΣΙΚΑ

Μοίραζες χέρι-χέρι τις προσκλήσεις
αντιπολεμικού φιλμ από την ΚΝΕ
με θέρμη κι έρμαιοι απ’ τις προκλήσεις
που να κολάσουν κι άγιο ειν’ ικαναί

για τ’ απαγορευμένα του Ρενέ
Κλεμάν αμάν παιχνίδια λέμε ναι.

Πάντα φορούσες μαύρα και με μαύρο
την πρόσκληση έγραψες στυλό με στυλ
και ψάχνω μέσα στο σκοτάδι να ’βρω
για να σου διακρίνω το προφίλ

πρωταγωνίστρια με σεξ απήλ
πολύ ψυχροπολεμικό το φιλμ.

Ήρθες να τις τυπώσω κι ένα κόμμα
ξεχνώ και ξαναρχίζω ωραία μου
να διαπιστώσω αν και για εκεί ακόμα
ισχύει το ίδιο Κερκυραία μου

και σε καθυστερώ μοιραία μου
να σ’ έχω πιο πολύ παρέα μου.

Δεν είσαι Ναυσικά απ’ το παραμύθι
γυμνό για να μου φέρεις αλλαξιά
πέταξες για να μη προσβάλλεις ήθη
μες την από μελάνη θάλασσα

φοιτήτρια με γαλάζια φορεσιά
κρίμα το κόκκινο που χάλασα.

      STELLA STYLE

Αρματωσιά βαριά σαν αερένια
στους ώμους προστασία μεταξένια
πιότερο την ανάγκη της τονίζουν
κι υπάρχουν μόνο για να σε στολίζουν.

Αρμένισμα σε μαύρο πέλαγος
που κυματίζει μυρωμένο αγέρι
το λίκνισμά τους σαν εγκέλαδος
φέρνει αναταραχή σε ξένα μέρη.

Άρμα που ανεμίζεις την παντιέρα
με τα λυτά μαλλιά σου στον αέρα
με κάλμα χτενισμένη Τριχωνίδα
περνάς Καβομαλλιά με ιστιοσανίδα.

Αρματωμένη κι από ήττα ανήξερη
πλεξούδες που τυλίγονται σαν φίδι
με ταξιδεύει από ερημιά ξερή
κύμα από αφρούς που πλένεις στο σκαφίδι.


            ΣΟΥΖΥ

Στο Μορφέα μου αποβραδίς
το θαλαμοφάναρο σβησμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
στο νοσοκομείο να με δεις.

Κάτασπρα τα ρούχα που φοράς
και κοιτώ τα όμορφα μαλλιά σου
μες σε νάρκη ακούω τη μιλιά σου
απ’ τη μυρωδιά της καμφοράς.

Αποχαιρετάει θεραπευθείς
με το ένα χέρι του δεμένο
να μη τρως ποτέ σου ξαπλωμένος
είναι αμαρτία∙ θ’ απομωθείς.

Βλαστημάει ο χειριστής κοντά
που ’κοψε το πόδι του η μπουλντόζα
από να φωνάζεις του απαντάς
πιες πορτοκαλάδα και γκαζόζα.

Μπήκες από πόρτα σκοτεινή
ήρθες να με δεις κι όμως δεν μ’ είδες∙
πρόσμενα σαν πίπα αδειανή
με του χίλιους τόνους σουλφαμίδες.


                  ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ

Μια Βασκοπούλα αγάπησα σενιόρα Θελουοζόρι
                παιδιών καυγά στην «Όαση»
                φιδιών αυγά επώαση
                για ώρα στο βαπόρι.

Μια μέρα που μας σέρβιρε τον ναυτικό κι εμένα
                Μαριάννα είπε σ’ αγαπώ
                κι εγώ νταρντάνα θα της πω
                και διάλεξε τον ένα.

Απ’ το τραπέζι άρπαξε στα χέρια δυο πιρούνια
               με τα μαχαίρια τέσσερα
               και παίζει ογδόντα τέσσερα
               στη φάρμα με γουρούνια.

Με ταυρομάχο κόκκινο πανί χαρτοπετσέτα
               στο μπάνιο της κλειδώθηκε
               και με το δάνειο εκδόθηκε
               Ισπανική πεσέτα.
        
Μια Ρωμιοπούλα αγάπησα Αντόνιο Κλεοπάτρα
                μετά την ήττα απ’ τον εχθρό
                και ντόλτσε βίτα στο νερό
                Ιόνιο πλέω για  Πάτρα.

Με αέρα στον ωκεανό και τα πανιά σκισμένα
                λευκό σεντόνι ως το λαιμό
                τεντώνει για τον πόλεμο
                στη καταχνιά ανοιγμένα.

Από τη μέση έβγαλε με δακρυσμένα μάτια
                και μου ’πε με αναστεναγμό
                θα πάει να πέσει στο γκρεμό
                να γίνει δυο κομμάτια.

Μεγάλη μάχη έγινε γι’ αυτό το δίλλημά της
               Αύγουστο τον Οκταβιανό
               κι Ιούλιο Μάρκο Αντώνιο
               καυτό το φίλημά της.


                     ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

Μια γυφτοπούλα αγάπησα γλυκιά μπιρμπιλομάτα
                να μη θραυτεί σαν μπιμπελό
                είπε εραστή με μπιμπερό
                μαργιόλικα σταμάτα.

Μια μέρα που τριγύριζε στο λουλουδένιο στρώμα
                μύριζε δυόσμο το φιλί
                κι όλος ο κόσμος μια φυλή
                με σμαραγδένιο χρώμα.

Από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει
                κι από τα χείλη στη καρδιά
                ριζώνει μέσα μας βαθιά
                η αγάπη και δεν βγαίνει.

              Τι να σε κάνω γαλανή να γίνεις μαυρομάτα
                με μάτια κρασοθάλασσες
                κομμάτια θράσος χάλασες
                και δίνεις στα γιομάτα.
                
Μια βοσκοπούλα αγάπησα πα’ στον ανθό της κόρη
                πριν να γουρμάσει το κορμί
                και του δαμάσει την ορμή
                μικρό ξανθό αγόρι.

Μια μέρα που καθόμασταν στο λόφο με τη γκλίτσα
                Γκόλφω της είπα σ’ αγαπώ
                και γκολφ στη τρύπα σου χτυπώ
                στον κόρφο τη μπαλίτσα.

Από τη μέση μ’ άρπαξε με κύλισε στο χώμα
                σαν τον τραχήλη  καταγής
                στα χείλη της δροσοπηγής
                και φίλησε στο στόμα.

Με γάλα στήθη άρμεξε αργά στο σπιτικό της           
                στο ρέμα ανασκαφές μετρό
                με κρέμα νες καφές ρετρό
                τον αγαπητικό της.


        ΛΙΛΛΥ

Ουρανό θα καταργήσω
κι αδειανό θα τον αφήσω
από τα ουρί του  έξω

θόλους θα κατεδαφίσω
κι όλους θα τους αψηφήσω
σ’ένα ουζερί να μπλέξω.

Στο ναό του δεν σε βάζει
με μπλουτζίν λέει ο παπάς
κι ενεό του λες το βγάζεις
σ’άλλο μαγαζί να πας.

Για ποτό στο Πικαντίλι
και στο φως απ’ το καντήλι
σαν λαμπάδα θα διαλέξω

στο ιερό του Αλ Χαλίλι
και με το χορό μις Λίλλυ
σταρ Ελλάδα να σ’ εκλέξω.

Τι θα πιούμε σε ρωτάω
που σε αφόρεσε και τζιν
μέσα μου δεν το κρατάω
γιατί φόρεσες μπλουτζίν.

Με το μίνι σου Λιλίκα
στο καμίνι με νταλίκα
για την παραλία θα τρέξω

με τη λαύρα στα χαλίκια
και τα μαύρα σου τσιλίκια
με αντλία θα καταβρέξω.


    ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Στο φωτισμένο Γολγοθά
με κάμερα για πλάνο
υπνωτισμένο ένιωθα
στη κάμαρα αεροπλάνο.

Στα σκαλιά σου θα με στήσεις
και καρφιά θα εμφανίσεις
αγκαλιά να με αναστήσεις
και βαθιά θα βασανίσεις.

Μου πέρασε ο χειρουργός
στο κόκαλο μια λάμα
που έφτιαξε ο σιδηρουργός
και προκαλώ το κλάμα.

Ερυθρού Σταυρού κυρία
κι αν σοκάρισε πια δράμα
νεκρού ήρωα Βαλκυρία
χάρισε ανθρωπιά το τραύμα.

Σε συγκινώ επί σκηνής
που μοιάζω με φακίρη
και στο κοινό παρακινείς
να κάνω χαρακίρι.

Απελθέτω το ποτήρι
δεν θα πω αυτό από εμένα
γέμισέ το για χατίρι
να το πιω καυτό για σένα.

Ψαύεις σαν δύσπιστη θεατής
με άκρη των δακτύλων
και ψάχνεις μέχρι να πειστείς
με δάκρυ τύπο ήλων.

Με το δράμα μου στο στύλο
κύλησαν τα δάκρυά σου
και το γράμμα θα σου στείλω
που με σύλησαν μακριά σου.


    Ο ΡΟΛΟΣ

Γελάς παρόλο
                κυλάς το ρόλο
                                 και τυραννιέσαι

ρωτάς τι ρόλο
                που  πας Τυρόλο
                                 παπάς κι αρνιέσαι.

Δίνεσαι ψυχή και σώμα
να υποδύεσαι έναν άλλον
χαμαιλέων αλλάζεις χρώμα
πλέον να μοιάζεις περιβάλλον.

Θες να ’σαι άλλος
                και πιο μεγάλος
                                για να περνιέσαι

και Καρλομάγνος
               γενναίος λάγνος
                                νέος γεννιέσαι.

Η συνείδηση τόση όση
για το κράτημα του ρόλου
το σανίδι να σηκώσει
αυτοκράτορα Καρόλου.


ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΣ

Σαν σαλτιμπάγκο
              άλτη στον πάγκο
                             πετώ στα ύψη

πηδώ και κάτω
               εδώ στον πάτο
                            αετός με θλίψη.

Σαν τον κλόουν χαμογελάω
και τον ρόλο μου κυλάω
μέχρι της σκηνής την άκρη
να μη δει κανείς το δάκρυ.

Στιγμές που πέφτει
               μες το καθρέφτη
                            το είδωλό μου

όμως στο ψεύτη
              ο κόσμος βλέπει
                           το κίβδηλό μου.

Κάτω απ’ τη μάσκα δάκρυ
της κοπέλας καρναβάλι
και στο πάτωμα σε μια άκρη
της φαβέλας θα την βάλει.



    ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ

Σαν τον Ταρτούφο
                 άλογο σκούφο
                                φέρνει ερημίτη

κι άνθρωπο μπούφο
                άμυαλο κούφο
                               σέρνει απ’τη μύτη.

Σαν παλιόπαιδο Σημίτη
ξεγελάει με φρονιμίτη
στο στρατόπεδο αλφαμίτη
και περνάει με δυναμίτη.

Παίζει τους ρόλους
                κι εμπαίζει όλους
                                κομπογιαννίτης

τραπέζι χόλους
               πιέζει χαχόλους
                                και καμπανίτης.

Ύμνοι Εφραίμ για διαμονή της
στο Βατόπεδο Αθωνίτης
και η λίμνη-τερερέμ-Βιστωνίτις
για οικόπεδο μονή της.


      ΜΥΗΣΗ

Να βγάλω δίσκο
                μεγάλο ρίσκο
                                στην εφορία
 εν τέλει βρίσκω
                μα θέλει θρήσκο
                                στην ενορία.

Τους ιδανικούς ανθρώπους
παρακολουθώ  στο φόρτε
και με δανεικούς τους τρόπους
προσπαθώ να κάνω κόρτε.

Παπαροκάδες
                με τους νταλκάδες
                                γεια σου Μαρία
μαυρογιακάδες
                    πιτσιρικάδες
                               τσιλιμαρία. 

Προτιμώ  απ’ τον κορτάκια
συγκινήσεις σε μια πόρνη
και να μάθουν στον ματάκια
τι κινήσεις κάνουν τόρνοι.


             ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ

Παπάς Ρασπούτιν
                 που πας στον Πούτιν
                                θα πουν τον βλάκα

και Λιλλιπούτην
                πύραυλοι σπούντνικ
                                χτυπούν για πλάκα.

Με το ήθος σου μαλάκα
όσο δεν του κάνεις κλάκα
για το στήθος σου με πλάκα
θα πεθάνεις σε μια λάκα.

Στη κλεφτουριά του
                με γαϊδουριά του
                               φοράει μπαλάσκα

με τα φλουριά του
                και τα λουριά του
                               κρατάει λάσκα.

Πάτησε κοιλιές σαν μπράσκα
φίσκα με τη θρήσκα μάσκα
κι άρχισε ξυλιές με νιάτσκα
δίτσκα τρίτσκα στη Νεμπράσκα.

      
    Η ΜΑΣΚΑ

Τώρα γυρίζω
               και τουρτουρίζω
                               με κρύα μάσκα
 μα θα τη σκίσω
                βέτο θ’ ασκήσω
                               ψυχρή Αλάσκα.

Κράτα με στην αγκαλιά σου
ώσπου το έργο να τελειώσει
και στη στράτα με φιλιά σου
που θα φεύγουμε να λειώσει.

Έχω φαμίλια
                και τρέχω μίλια
                           με την τραγιάσκα
με τα κειμήλια
                και χαμομήλια
                           ν’ αντέχω κάσκα.

Γίνε μου το αποκούμπι
μη σε χάνω μακριά μου
για να σπάσει το καλούπι
πάνω σου απ’ τα δάκρυά μου.


    ΚΟΛΟΝΕΛΟΣ

Έλα Κολονέλε
με τις λεγεωνέλες
κι αν σε πιάσουμε φρουρό
με κατσάδα σου εχθρό

να διαβάσουμε αγκαλιά
στρωματσάδα στα χαλιά.

Μόνο το κρασί καλμάρει
τα προβλήματά σου
κι αν θυμώνω εσύ καμάρι
στα διαλείμματά σου

να χορτάσεις με φιλιά
να ξεχάσεις τη κοιλιά.

Έλα έλα λιμάρη
με το καλαμάρι
θα σε κάνω απόφοιτο
μη σε κάνουν σαν φυτό

κάλφα READERS DIZEST
απ’ το άλφα ως το ΖΕΤ.


   ΔΙΑΝΕΛΟΣ

Έλα έλα Διανέλε
βγάλε φουστανέλες
και στις ψιψινέλες σου
βάλε τις φουρνέλες σου

ν’ απαλύνω μουλινέξ
και να πλύνω με ΚΛΙΝΕΞ.

Θα σου πλύνω τις φανέλες
μες το καναλέτο
και θα λύνω τις μπανέλες
σαν γυμνό μπαλέτο

στο μπαρ μπούτι σε λαστέξ
και μπαρμπούτι με ρεφλέξ.

Έλα έλα Γιαννέλε
γέλα μου Γκουρνέλε
πιάσε τις μπουρνέλες σου
κι άσε τις Ορνέλες σου

που ποάζουν αφρολέξ
και κοάζουν βρεκεκέξ.


     ΚΑΝΕΛΟΣ
   
Έλα έλα Κανέλε
με τις σαλμονέλες
να εκπαιδεύσω να ορμάς
να προοδεύσω μη βρωμάς

γίδα ντόπια της FYROM
με σφραγίδα ΣΚΟΡΠΙΑΧΡΩΜ.

Θα σου τραγουδάω Γκάντι
τη μητέρα Ινδία
και θα σου πετάω το γάντι
πέρα με αηδία

πιο καλά με CD ROM
κόκαλα της INTRAKOM.

Έλα κοκαλιάρη
γέλα μου μαλλιάρη
να σε κάνω πίθηκο
να μη χάνω το ηθικό

να χτυπάμε ΚΛΙΝΟΣΤΡΩΜ
και να πάμε για πογκρόμ.


     ΣΚΑΜΝΕΛΟΣ

Έλα έλα Σκαμνέλε
μαθητής στη ΝΕΛΕ
και κοπέλα χούφταλο
μες τη χούφτα να σφαλώ

φέρτες μου εδώ με στυλ
σε κουβέρτες μου TEXTIL.

Έλα αν λαχταράς γλωσσάρι
ήχος εκκλησάρη
και να σπαρταράς λυσσάρη
δίχως το λυσάρι

να σε παίρνω ανφάς προφίλ
και αν φας με Τσερνομπίλ.

Έλα Κλίντον έλα
πλύντον κουτσινέλα
να σου βάλω Μπους φαλλό
και να βγάλω Μπούφαλο

Μόνικα με σεξ απήλ
φυσαρμόνικα του Μπιλ.


     ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ

Ένα κλωνί βασιλικό
σγουρόμαλλο μυρίζεις
κι εμένα καλλονή γλυκό
χαμόγελο χαρίζεις.

Στο δροσόμυλο γυρίζεις
φτερωτή που κελαρύζεις
στο χαμόμηλο αφρίζεις
και με σουρωτή ξαφρίζεις.

Μελαχρινή μαχαραγιά
έχεις που τα φυσάει
μαχαρανή και τον ραγιά
προσέχεις για το σάι.

Πόρτα για να μπει κλωτσάει
μες τη ζούγκλα των Μασάι
με τα χόρτα για το τσάι
μα η κούκλα δεν μασάει.

Η μυλωνού τον άντρα της
με τους πραματευτάδες
και αλλουνού με χάντρα της
το πράμα της λεφτάδες.

Με ανθρώπους φουκαράδες
δεν θα πάτε σαν νεράιδες
και με τρόπους σας κυράδες
αγαπάτε τους παράδες.

Αγάλια αγάλια γι’ αραδιά
θα πρόσβαλα τα ήθη
και με στραγάλια τη βραδιά
την έβγαλα συνήθη.

Θα σου πω το παραμύθι
το κουκί και το ρεβίθι
και θα μπω αν δεν σε πείθει
μέσα στο σακί που βρίθει.


       ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Σε δύση και ανατολή
ο έρωτας πραμάτεια
κι αν θα σε γδύσει το φιλί
ρωτάς με τα γραμμάτια.

Με τα φωτεινά σου μάτια
μ’ έκαναν ματιές κομμάτια
και στα σκοτεινά δωμάτια
άναψαν φωτιές δεμάτια.

Για τον θαμώνα της βραδιάς
μου φέγγουν αγιοκέρια
και στο χειμώνα της καρδιάς
μου φέρνουν καλοκαίρια.

Μίλα μου μη με σνομπάρεις
να πετάξουν περιστέρια
φίλα με να με σταμπάρεις
σαν μεταξωτό με αστέρια.

Η αγκαλιά σου ουρανός
αστέρια και φεγγάρι
                   ακρογιαλιά ολόγυμνος
                   στα χέρια σου σφουγγάρι.

Ξεκινάς πας καραβάκι
και κουνάς το μαντηλάκι
σαν υδρόφιλο βαμβάκι
το υγρό φιλώ χειλάκι.

Περνάς κι απ’ τη δροσιά μεθώ
των βλεφαρόφυλλών σου
και με κερνάς σαν το θεό
το νέκταρ των χειλιών σου.

                   Με των σταφυλιών τη ντρόγκα
θα μεθύσω από τη ρώγα
και με των φιλιών τη φλόγα
θ’ αρμενίσω με πιρόγα.



        ΛΙΝΤΑ

Στη σχολή σου νοσοκόμα
μένεις εσωτερική
και με τη χολή στο στόμα
περιμένεις Κυριακή.

Είσαι εσύ το χάπυ εντ μας
το χαπάκι κι οι κεντιές μας
που μ’ αυτό γιατρεύονται όλοι
καθημερινή και σχόλη.

Μένετε για σχόλια μόνες
να μη δώσετε αφορμή
στο σκολειό με κηδεμόνες
σκολιώσεως στο κορμί.

Άδεια εξόδου κηδεμόνος
σου ζητάω επιμόνως
και τα βράδια στη Κλαυθμώνος
να μη τα περνάω μόνος.

Περιμένω έξοδό σου
στη σχολή την Κυριακή
και στημένο συνοδό σου
στην αυλή δεν μου αρκεί.

Λίγο θα ’σαι εδώ ακόμα
σαν σκλαβάκι νοσοκόμα
και απ’ το κλουβί της τάξης
σαν πουλάκι θα πετάξεις.

     Αδελφή μου νοσοκόμα
     δεν αντέχω μακριά
     επαφή ζητάω ακόμα
     για να βρω τη γιατρειά.
           
Θα σε περιμένω Λίντα
κι αν περάσουμε τα -ήντα
όσο κι αν μου λες ακόμα
δεν με θέλεις νοσοκόμα.


    ΑΜΑΛΙΑ

Αμαλία νοσοκόμα
στη σχολή στο Χολαργό
κάποια ανωμαλία ακόμα
με απασχολεί κι αργώ.

Ανυπομονείς για γράμμα
τύπος Νευροκόπι Δράμα
και ανησυχείς το ράμμα
μήπως κόπηκε απ’ το τραύμα.

Το επάγγελμά σου εξάλλου
απαιτεί καρδιά καλή
κι αταλάντευτα ακούει άλλου
κάθε τι που απασχολεί.

Θα σου γράφω νοσοκόμα
και δεν θα τελειώνει ακόμα
κι απ’ το τάφο μου το σώμα
που θα λειώνει μες το χώμα.

Αμαλία νοσοκόμα
με την άσπρη σου ποδιά
κι άλλη ανωμαλία ακόμα
μαύρη μου κι αναποδιά.

Πήγαμε άφραχτοί σου κήποι
αχλαδιά με καρδιοχτύπι
φύγαμε άπραχτοι που τύποι
στα κλαδιά άρχισαν τερτίπι.

Αμαλία νοσοκόμα
άγρια των πόθων σου
και ανωμαλία ακόμα
με το βιάγκρα Όθων σου.

Τώρα με τη σύνταξή μας
θα τα βρούμε μεταξύ μας
ώρα για ανασύνταξή μας
και θα μπούμε στο ταξί μας.


    ΜΑΡΙΑΝΑ

Παραστράτισε που φτάνει
ως το γόνατο φουστάνι
και παράτησε τη στάνη
στο ναό να τον ζεστάνει.
 
Όαση με το μποστάνι
καλοκαίρια που βλαστάνει
και στη κόλαση καφτάνι
την ιέρεια παριστάνει.

Σαν Πυθία ζαλισμένη
τρίποδο ανεβασμένη
και στα θεία αφιερωμένη
δίοδο στην ειμαρμένη.

Τουρισμό στης γης το αφάλι
για να κάνουμε κεφάλι
κι αν δεν φτάνουμε νηφάλιοι
με χρησμό πηγής δεν σφάλλει.

Διαφήμισή του γκρίζα
έβγαλε  και βρίζω βρίζα
που μισεί καπνού τη ρίζα
και μας έβαλε στην πρίζα.

Μολυσμένοι απ’ τον αέρα
με οξείδια κάθε μέρα
ναρκωμένοι απ’ τον αιθέρα
για ταξίδια στο υπερπέραν.
    
Με το Ντάτσουν καπνοτόπια
έμαθε τα κατατόπια
και κοιτάζουν περισκόπια
που τα έβγαλε με κόπια.

Τρέχει στη μεγάλη πόλη
και τη γυροφέρνουν όλοι
που τα έχει βάλει φώλι
παίρνουν με το πορτοφόλι.


           ΜΑΡΙΑ

Πεδιάδα για ζωγραφική
με μπάφρα της Μαρία
και τα παιδιά απ’την Αφρική
Μπιάφρα και Αλγερία.

Η μεταξύ τους διαφορά
στη μεταξοτυπία
στη χρυσαφένια σου ομορφιά
μοιάζει παρατυπία.

Ριγάνεψες στο κάμπο σου
με Ριγκανλουλουδάκια
κι ομόρφυνες το άλμπουμ σου
με ορφανά παιδάκια.

Απ’ τη δουλειά τους στα καπνά
έγιναν σαν μαυράκια
και διακρίνονται αχνά
τα παιδικά μουτράκια.

Μικροί Χριστοί που μας κοιτούν
με το χρυσό σειρήτι
και σαν μαυραετοί πετούν
ψηλά στον Ψηλορείτη.

Έκλεισες τη συνέντευξη
πως κάθεσαι στη Κρήτη
κι έλυσες τη διένεξη
με κάθε τεχνοκρίτη.

Μοιάζει καθρέφτης διάφανος
της ΕΡΤ το μαγαζάκι
κοιτάζει κλέφτης άφωνος
για το T-shirt μπλουζάκι.

Για να λευκάνει ό,τι φορά
στου οίκου της το τζάκι
μας κάνει την αναφορά
του Νίκου Καζαντζάκη.

       ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ

Φημίζεται σαν εραστής
ο τύπος του Λατίνου
και διαφημίζεται εκφραστής
του Αγίου Βαλεντίνου.

Μέρα των ερωτευμένων
που γιορτάζεται μισώ
πέρασε σαν χωρισμένων
δίχως τ’ άλλο τους μισό.

Σκοτώθηκε ο Υάκινθος
από το βέλος Φοίβου
και τραγουδά η Ζάκυνθος
το τέλος του εφήβου.

Με ζακέτα πιγκουΐνος
στο νησί εσύ βουβός
με μπαγκέτα του εκείνος
διευθύνει ακριβώς.

Θερμά ορμά σαν παλαβός
στη ζούγκλα ο μπαμπουΐνος
μικρός ψυχρός Σκανδιναβός
στη ζούλα εσύ μπαμπίνο.

Το ρυθμό επιταχύνει
κι ανεβαίνει ο θόρυβος
στο βαθμό που διαχύνει
βγαίνει αεριόβομβος.

Στη βρώμικη φωλιά του ασβός
με τσίμπλα καμποτίνος
και προφυλακτικά ασεβώς
δίπλα του Λεβαντίνος.

Βάζει την ουρά του ο Ντίνος
και τη βγάζει κολοβός
στη κυρά του Βαλεντίνος
ξένος άγιος ευλαβώς.



        Η ΣΦΙΓΓΑ

Στο κόσμο σφίγγα ραψωδός
λες τα αινίγματά σου
όμως στρυφνός κι ανάποδος
κλαις για τ’ ανοίγματά σου.

Έξω απ’ την πυραμίδα
πετρωμένη άσπιλη
θα προσέξω με χλαμύδα
ξαπλωμένη σιωπηλή.

Κύων σε κίονα ορθό
τρέχει με γαύγισμά του
και βρέχει Ίωνα θεό
μετά το γκρέμισμά του.

Κρίμα λες σαν κεραμίδα
το κακό δεν θα συμβεί
μα τον θάνατο στον Μίδα
χρήμα δεν αποσοβεί.

Σώμα φτιαγμένο από πηλό
με της καρδιάς τους πόνους
σαν τον αρχαιοκάπηλο
ζητάς βραδιάς το bonus.

Κατακτάς δωμάτια ερείπια
στα λαγούμια σου ασφαλής
και κοιτάς με μάτια τρύπια
μούμια νεκροκεφαλής.

Καμιά αιώνια ανταμοιβή
με το κομπόδεμά της
δεν ξεχρεώνει μια ακριβή
ζωή για ξόδεμά της.

Εξαντλήθηκε κυρά μου
η μακροθυμία μου
λύθηκε η σιωπή σειρά μου
μία σου και μία μου.


 
      ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ

Τραπέζι στον πατρίκιο
πάστορα με προκοίλια
που παίζει το ζατρίκιο
και μάστορα στη μπίλια.

Ψάλλει το απολυτίκιο
και σβήνει τα καντήλια
καψάλι για οφίκιο
ραβίνοι με φυτίλια.

Γιορτάζει επινίκιο
στους στρατηγούς με τρίλια
και τάζει για εμβατίκιο
λαγούς με πετραχήλια.

Βάζει το μορμολύκειο
ευρύχωρο από ντρίλια
και βγάζει το πηλήκιο
για το χορό καντρίλια.

Σαν κάμπια στο βομβύκιο
μάντρωσε τη φαμίλια
με τάμπια στο Κωρύκειο
άντρο και τη μποτίλια.

Χτυπάει το κηρύκειο
στην άκρια με μαντίλια
ξεσπάει για το ανοίκειο
με δάκρυα κροκοδείλια.

Ρεμβάζει για το ενοίκιο
με γλυκασμό βανίλια
κι εμβάζει με συνοίκιο
εορτασμό δαψίλεια.

Μουντζώνει λουδοβίκειο
που κυβερνά βασίλεια
λαντζόνι στον Μαυρίκιο
του κορβανά κονδύλια.



     ΕΚΕΙΟΣ

Αντωνυμία δεικτική
στα λεξικά ποκίλλει
επωνυμία δηκτική
κομπλεξικά προκοίλη.

Έμπαινε στο συμπόσιο
η Ρένα  κι ο Βασίλης
κι έσκυψε στο κιβώτιο
να βρει κανένα ντρίλι.

Ψάχνεις για να τα πάρει εκειός
α! εδώ είναι  είπε τσαντίλης
τον ξάφνιασε και στέκει ως
ξεβράκωτος Βαστίλης.

Κάθισε παραδίπλα μου
πιο μακριά πιτσίλης
καθάρισε απ’ την τύφλα του
τα δάκρυά του τσίμπλης.

Προπέτης επικίνδυνος
που έβαλε φυτίλι
επαίτης δα εκείνινος
τον έβγαλε ξεφτίλη.

Σταματημένο του’πα εκεί
που έγινε ρeζίλι
ψιλοκομμένο τουμπεκί
το έκανε με τσίλι.

Ο ζητουλιάρης γύριζε
σαν τον ζαρκοπαφίλη
που φευ σαλιάρης μύριζε
κι απέφευγαν οι φίλοι.

Σκυμμένο το κεφάλι του
έφυγε με ζεμπίλι
χαμένος για το χάλι του
σαν να’ φαγε σκαμπίλι.


          ΘΩΜΗ

Καβάντζα  τον  Καβομαλλιά    
καΐκια  με  τα  χαϊμαλιά 
στη  Μάνη  βγήκα  Ιθώμη
με  φύκια  φράντζα  στα  μαλλιά
λιμάνι  βρήκα  Θώμη.

Ναυαγός  σε  μια  σανίδα
πλοηγός  μου Θωμαΐδα
θα  φανεί  μες  τα  σκοτάδια
το  πανί  με  τα  σημάδια.

Θες  μια  βραδιά  με  το  φιλί
να  μου  γιατρέψεις  την  ουλή
για  να  πιστέψεις  Θώμη
και  πες  καρδιά  μου  αμαρτωλή
άπιστη  θα  επιθόμην.

Άγρια  νιότη  στην Ιθώμη
με  τον  Αγρινιώτη  Θώμη
λες  αστεία  με  τον  Ράκια
στην  πλατεία  φιλαράκια.

Δεν  είσαι  Θώμη  κανενός
διπρόσωπη  σαν  Ιανός
κοιτάς  μπροστά  και  πίσω
θυμώνω  να ’σαι  μόνο  ενός
αν  μ’ απατάς  να  πείσω.

Θώμη  μην ακούς  τι  λένε
όλοι  για  μια  αγάπη  κλαίνε
είμαστε  παιδιά  Σιαμαία
κι  έχουμε  καρδιά  ενιαία.

Που εξοκείλαμε  ουδείς
στη Σκύλα από της Χάρυβδης
το  βράχο  καταιγίδα
μετά  τη θύελλα θα δεις
μονάχο  ηλιαχτίδα.

Είμαι  μόνος μου  Θωμούλα
κι είναι ο χρόνος μια στιγμούλα
τα  πανιά μου ανοίγει η ελπίδα
κι απονιά πνίγει Ατλαντίδα.

     ΚΡΗΝΙΩ

Πάσχισα με κρυοπάγημα
για να ζεστάνει αρνάκι
κι άρχισα το σαλάγημα
στη στάνη τσοπανάκι.

Έψαχνα στο σελάγισμα
δρόμο για το κονάκι
κι έξαφνα το πλατάγισμα
με τρόμο από τσανάκι.

Μπήκα σε ένα ατρύγητο
αμπέλι με καλάθι
και βγήκα απ’ το κρυσφύγητο
τεμπέλη που διαλάθει.

Του πάπα το αλάθητο
δεν συγχωρούσε λάθη
και με την κάπα αμάθητο
μπορούσε να διαπλάθει.

Με το μικρό μου το νιονιό
ντρεπόμουν σαν παιδάκι
να πω στον φοβερό γονιό
φοβόμουν το βραδάκι.

Θα κουμαντάρω την Κρηνιώ
που έχει παραδάκι
να μη φουντάρω στον Πηνειό
που βρέχει φτωχαδάκι.

Θα χάλαγε το προξενιό
ξεμένοντας στο ράφι
και τράβαγε με το στανιό
σέρνοντας στο χωράφι.

Το συνοικέσιο αγωνιώ
για να μη πάει στράφι
αίσιο τέλος για τον νιό
που αγαπάει γράφει.



ΑΠΟ ΠΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΑΣ

Από πού τηλεφωνάς
και τα λόγια σου δεν είναι ντόμπρα
από πού τηλεφωνάς
και σφυρίζεις σαν να είσαι κόμπρα.
Εσύ απ’ όπου κι αν τηλεφωνούσες
                             δεν σταματούσες
                             την γραμμή απότομα
μα τελευταία μόλις πεις μια λέξη
                             λες κι έχεις μπλέξει
                             απ’ το φόρτωμα.
Από πού τηλεφωνάς
κι η φωνή σου πια δεν έχει χάρη
από πού τηλεφωνάς
συνθηματικά σαν Μάτα Χάρι.
Εσύ απ’ όπου κι αν τηλεφωνούσες
                             αισχρολογούσες
                             σαν εισπράκτορας ντε Σαντ
μα τελευταία λες κι έχεις φρικάρει
                             μη σε τρακάρει
                             πράκτορας  Μοσσάντ.
Από πού τηλεφωνάς
σαν να παίρνεις το εκατό να βρίσεις
από πού τηλεφωνάς
σαν ν’ ακούω σταλαγμό μιας βρύσης.
Εσύ απ’ όπου κι αν τηλεφωνούσες
                              σαν ρυάκι φλυαρούσες                         
                              που κελαρυστό διψώ
μα τελευταία βιάζεσαι να μου το κλείσεις
                              σαν να’ ναι κλήσεις
                              απ’ την Αιδηψό.
Από πού τηλεφωνάς
και δεν είσαι όλο φωτιά και λαύρα
από πού τηλεφωνάς
σαν να γίνεται Ιουδαίων χάβρα.
Εσύ απ’ όπου κι αν τηλεφωνούσες
                             δεν σταματούσες
                             με αγωνία γαλιφιές
μα τελευταία σου έχει γίνει χούι
                             ότι σ’ ακούει
                             στη γωνία χαφιές.


         Η ΠΟΖΑ

Μας μοστράρεις τελευταία
τον πλαστό σου εαυτό
να περάσεις με λαθραία
κι απροσπέλαστο γι’ αυτό.

Με πλαστό σου πασαπόρτι
για πιλάφια λαίμαργα
στον παράδεισο πας μόρτη
απ’ τα ελάφια πιο αργά.

Φέρνεις στη ζωή σου ντόρτια
και με τις εξάρες σου
θα γλεντήσεις μεθεόρτια
με τις αμαξάρες σου.

Όλα πλαστογραφημένα
με μια τέλεια εκτύπωση
τρυκ στο δρόμο πεταμένα
προκαλούν εντύπωση.

Πείσε με πoτ’ εκδηλώνεις
τον πραγματικό σου εαυτό
και δεν είσαι ό,τι δηλώνεις
στη ταυτότητα γι’ αυτό.

Δίνεις με μισόλογά σου
τα φιλιά σου δανεικά
ν’ ανεβούν τα ομόλογά σου
με πολλά μηδενικά.

Στης καρδιάς τον πλαστογράφο
βγάζεις διαβατήριο
και στον κινηματογράφο
βάζεις με εισιτήριο.

Παίζεις φιλμ στα όνειρά μου
σαν ηθοποιός ολκής
και θα μπλέξεις ήρωά μου
αστυνομικής πλοκής.



      ΦΡΟΣΥΝΗ

Το γαρ πολύ του έρωτος
γεννά παραφροσύνη
στο μπαρ φιλί ξενέρωτος
θα έβγαινα Φροσύνη.

Με  λάβωσε ο φτερωτός
με βέλος  σωφροσύνη
και σκλάβωσε αλευτέρωτος
να θέλω αλλοφροσύνη.

Της Παμβώτιδας η λίμνη
στης αμπώτιδας την πρύμνη
για βαρκάδες τους τα βράδια
απ’ τους παγουράδες άδεια.

Θεσσαλιώτιδας οι σκύμνοι
της Φθιώτιδας και ύμνοι
για των Πλαταιών λιοντάρια
των πλατειών τα παλικάρια.

Ο κόσμος αξημέρωτος
με ταπεινοφροσύνη
όμως και ανημέρωτος
με τη δουλοφροσύνη.

Ο δρόμος αφανέρωτος
για την αβροφροσύνη
και τρόμος αξαστέρωτος
για υψηλοφροσύνη.

Λέγεται πως  η ευφροσύνη
φλέγεται για ελαφροσύνη
κι όπως περπατάει ανάρια
τόπος δεν ξεχνάει τα χνάρια.

Άρμα μετριοφροσύνη
χάρμα ιδέσθαι κι αφροσύνη
με τις  χάντρες στα φανάρια
άντρες δέστε τα ζωνάρια.


ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
Μη θες τους κήπους μόνο για τη νύχτα
λουλούδι που μαραίνεται αυγή
σαν χθες με ρύπους των θαμώνων πίστα
για το τραγούδι χαίρεται να βγει.

Μένει μόνο η δροσιά σου
πάχνη που θα εξατμισθεί
και καμμένη φορεσιά σου
άχνη θα εξανεμισθεί.

Τη μέρα έχουν μαύρες στενοχώριες
μ' αντέχει το κοτσάνι μάραμα
εσπέρα τρέχουν λαύρες Τερψιχόρες
κι ας βρέχει στου Τσιτσάνη  χάραμα.

Στα μπαλέτα με φεγγάρι
που κυκλοφοράς ζωή
την τουαλέτα σου με χάρη
να φοράς στο μαγαζί.

Στον Άδη τριγυρνάς με τον Τσιτσάνη
και τραγουδάει στη σιγαλιά ο Ορφέας σου
μες τον παράδεισο που τα περνάς κοτσάνι
και παίρνει αγκαλιά ο  Μορφέας σου.

Στο μπαρ Μαρακές γυρίζεις
με τα ρούχα σου μαβιά
και τις Κυριακές μυρίζεις
βότκα για μεταλαβιά.

Η νύχτα ατέλειωτη στη μοναξιά σου
περνάει με δάκρυ κι  αναφιλητό
και νύστα αθέλητη πανάξιά σου
κερνάει στην άκρη  αμίλητο νερό.

Σαν την άδικη κατάρα
βγαίνεις κάθε σούρουπο
και κατάδικη στη μάρα
μπαίνεις νυχτολούλουδο.































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου